Anonymous

καταστατέον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2"
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καταστατέον, adj. verb. van καθίστημι, men moet aanstellen.
|elnltext=καταστατέον, adj. verb. van καθίστημι, men moet aanstellen.
}}
{{pape
|ptext=adj. verb. zu [[καθίστημι]], <i>man muß [[einsetzen]]</i>, ἄρχοντα Plat. <i>Rep</i>. II.414a, ταξιάρχους Xen. <i>Cyr</i>. 8.1.10, Sp.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταστᾰτέον:''' ρημ. επίθ. του [[καθίστημι]], αυτό που πρέπει να καθορισθεί, σε Πλάτ., Ξεν.
|lsmtext='''καταστᾰτέον:''' ρημ. επίθ. του [[καθίστημι]], αυτό που πρέπει να καθορισθεί, σε Πλάτ., Ξεν.
}}
{{pape
|ptext=adj. verb. zu [[καθίστημι]], <i>man muß [[einsetzen]]</i>, ἄρχοντα Plat. <i>Rep</i>. II.414a, ταξιάρχους Xen. <i>Cyr</i>. 8.1.10, Sp.
}}
}}