Anonymous

θηρεύω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  30 November 2022
m
Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext.*}}\n)({{.*}}\n)({{ntsuppl.*}})" to "$1$3 $2"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
m (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext.*}}\n)({{.*}}\n)({{ntsuppl.*}})" to "$1$3 $2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> aller à la chasse, chasser : θηρία XÉN des bêtes sauvages ; <i>p. ext.</i> capture des hommes;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> pourchasser, poursuivre, chercher à atteindre <i>ou</i> à obtenir.<br />'''Étymologie:''' DELG [[θήρ]].
|btext=<b>1</b> aller à la chasse, chasser : θηρία XÉN des bêtes sauvages ; <i>p. ext.</i> capture des hommes;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> pourchasser, poursuivre, chercher à atteindre <i>ou</i> à obtenir.<br />'''Étymologie:''' DELG [[θήρ]].
}}
{{ntsuppl
|ntstxt=tendre un piège ; surprendre (comme dans une chasse)
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 48: Line 51:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[κυνηγῶ]]). Ἀπό τό οὐσ. θήρ-[[θηρός]] (=ἄγριο ζῶο) ἀπό ὅπου τά παράγωγα: [[θήρα]], [[θηραγρέτης]] (=[[κυνηγός]]), [[θηράω]], [[θήραμα]], [[θηράσιμος]], [[θηρατήρ]] = [[θηράτωρ]] = [[θηρατής]] (=[[κυνηγός]]), [[θηράτειρα]], [[θηρατέος]], θηρατέον, [[θηρατικός]], [[θηρατός]], [[θήρατρον]] (=[[παγίδα]]), [[θήρειος]], [[θήρευμα]], [[θήρευσις]], [[θηρευτέον]], [[θηρευτήρ]] = [[θηρευτής]], [[θηρευτικός]], [[θηρευτός]], [[θηρεύτρια]], [[θηρίον]], [[θηριακός]], [[θηριότης]], [[θηριώδης]], θηριοῦμαι (=[[γίνομαι]] [[ἄγριος]]).
|mantxt=(=[[κυνηγῶ]]). Ἀπό τό οὐσ. θήρ-[[θηρός]] (=ἄγριο ζῶο) ἀπό ὅπου τά παράγωγα: [[θήρα]], [[θηραγρέτης]] (=[[κυνηγός]]), [[θηράω]], [[θήραμα]], [[θηράσιμος]], [[θηρατήρ]] = [[θηράτωρ]] = [[θηρατής]] (=[[κυνηγός]]), [[θηράτειρα]], [[θηρατέος]], θηρατέον, [[θηρατικός]], [[θηρατός]], [[θήρατρον]] (=[[παγίδα]]), [[θήρειος]], [[θήρευμα]], [[θήρευσις]], [[θηρευτέον]], [[θηρευτήρ]] = [[θηρευτής]], [[θηρευτικός]], [[θηρευτός]], [[θηρεύτρια]], [[θηρίον]], [[θηριακός]], [[θηριότης]], [[θηριώδης]], θηριοῦμαι (=[[γίνομαι]] [[ἄγριος]]).
}}
{{ntsuppl
|ntstxt=tendre un piège ; surprendre (comme dans une chasse)
}}
}}