Anonymous

ἐνειλέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "tr" to "tr"
m (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext.*}}\n)({{.*}}\n)({{ntsuppl.*}})" to "$1$3 $2")
m (Text replacement - "tr" to "tr")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">A</b> [[tr]].<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>c. suj. de pers. y ac. de cosa [[envolver en]], [[enrollar]] c. dat. o constr. prep. ἔνδεσμον ... ἐνειλήσας ὀθονίῳ Dsc.5.72.3, cf. <i>Eup</i>.2.88.1, Archig. en Aët.9.6, ἐν αὐτῷ ῥάκει τὸ ζῴδιον <i>PMag</i>.2.51, ἐνειλεῖ τῷ Ἀμμωνίῳ ... τὸ ὠμοφόριον ἐν τῷ τραχήλῳ enrolla a Amonio su palio (o insignia episcopal) al cuello como amenaza de estrangulación</i>, Pall.<i>V.Chrys</i>.6.128, περιστερᾶς κόπρον εἰς ὀθόνιον ἐνειλήσας Paul.Aeg.4.11.2, εἰς τὰ φυκία ... χρὴ ἓν καθ' ἕκαστον ἐνειλεῖν ref. a manzanas <i>Gp</i>.10.21.1, en v. pas. ὅταν τὸ πνεῦμα ... ἐνειλούμενον δὲ ἐν αὐτῇ κόπτηται cuando es zarandeado el viento encerrado en ella (la tierra)</i>, Arist.<i>Mu</i>.396<sup>a</sup>14, cf. Them.<i>in de An</i>.63.18, ἡ ῥομφαία ... ἐνειλημένη ἐν ἱματίῳ [[LXX]] 1<i>Re</i>.21.10, ἐν δὲ ταρσοῖς ... δοράτια καὶ ἀκόντια ἐνειλημένα Aen.Tact.29.6, cf. 31.7, [[ἀπόπατος]] βοὸς ... ἐνειλεῖται δὲ φύλλοις Dsc.2.80.1, cf. Paul.Aeg.3.26.7, ὀστέα κοπτόμενα ... καὶ εἰς τὰς δορὰς ἐνειλούμενα Str.16.4.17, τὰς (φωνὰς) ... οἷον κατακλειομένας ἢ ἐνειλουμένας ἐμφαίνων ref. a la voz que no puede salir, Gal.17(1).681, αἱ τρίχες αἱ ἐνειλημέναι <i>SEG</i> 35.227.11 (Atenas III d.C.), τῇ λεπτοτάτῃ κόνει ἐνειληθεῖσα habiéndose envuelto con finísimo polvo</i> la golondrina para hacer su nido de barro tras mojar sus alas, Basil.<i>Hex</i>.8.5<br /><b class="num">•</b>de recién nacidos [[envolver]], [[fajar]] τοὺς γενομένους ... σπαργάνοις D.Chr.23.3, [[βρέφος]] ... ἐνειληθῆναι τῇ λεοντῇ τοῦ ἥρωος Philostr.<i>Her</i>.49.25, c. ac. de rel. (βρέφη) ἐνειλημένα τὰς χεῖρας Artem.1.13, de cadáveres οἱ ἀποθανόντες ἐσχισμένοις ἐνειλοῦνται ῥάκεσιν Artem.1.13, c. gen. (por atracción) ἀντὶ δὲ σινδόνης ἧς ἐνειλήθης del cuerpo de [[Cristo]] <i>A.Thom.A</i> 158.<br /><b class="num">2</b> c. suj. y ac. de pers. [[rodear]], [[acorralar]] en v. pas. Κῦρον δὲ τοῖς πολεμίοις ἐνειλούμενον Ctes.20, διελαυνόμενος ὥσπερ θηρίον ἐνειλεῖτο ταῖς πάντων χερσίν ref. César asesinado, Plu.<i>Caes</i>.66.<br /><b class="num">3</b> fig., gener. c. un sent. neg. [[involucrar]], [[implicar]], [[enredar]] ἐνίων μὲν αὑτοὺς ἐνειληκότων οἰκονομ[ίαις] καὶ τοπαρχίαις <i>PTeb</i>.24.62 (II a.C.), frec. en part. pas. Ἰουδαίους ὥσπερ ἄρκυσιν ἐνειλημένους I.<i>BI</i> 6.160, ὁ δ' [[ἅπαξ]] ἐνειληθεὶς μένει χρεώστης διὰ παντός Plu.2.830e, τὸ μὲν δουλικὸν πλῆθος ἐνειλούμενον ὑπόπτως τοῖς ὅπλοις Plu.<i>Brut</i>.45, cf. Synes.<i>Ep</i>.105 (p.186)<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. Κῆρες ... μ' ἐνειλήσαντο κακοῖσι Q.S.14.294, fig. τῶν ἤθων τὸ κάλλος, μὴ ἐνειλούμενον ἀπειροκάλοις φλυαρίαις Clem.Al.<i>Paed</i>.2.10.113.<br /><b class="num">II</b> [[usos téc]].<br /><b class="num">1</b> cirug. [[entrecruzar]] ἐνειλοῦντες αὐτά (τὰ δύο ἄγκιστρα) formando una pinza para la extirpación de varices, Orib.45.18.20.<br /><b class="num">2</b> mec. [[atornillar]], [[ensamblar]] en v. pas. πρὸς δὲ τῷ Η ἄκρῳ τοῦ κανονίου τύλος ἐνειλείσθω Hero <i>Aut</i>.10.2, ἐν δὲ τῷ τοίχῳ τοῦ πλινθίου ... ἐνειλείσθωσαν δύο γόμφοι Hero <i>ib</i>.<br /><b class="num">B</b> intr. en v. med.<br /><b class="num">1</b> [[ir dando vueltas]], [[hacer circunvoluciones]] [[ἔντερον]] ... ἑλικηδὸν ἐν κόλποις ἐνειλούμενον Hp.<i>Anat</i>.1.<br /><b class="num">2</b> en la palestra [[girarse]], [[darse la vuelta]] ἐγχωρεῖ δὲ καὶ ὀρθοὺς ἐνειλουμένους ... ὀξὺ γυμνάσασθαι [[γυμνάσιον]] Gal.6.145.<br /><b class="num">3</b> fig. [[enzarzarse]], [[enredarse]] en una pelea, [[forcejear]] ἐνειλούμενος μοι <i>PRyl</i>.144.18 (I d.C.).
|dgtxt=<b class="num">A</b> tr.<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>c. suj. de pers. y ac. de cosa [[envolver en]], [[enrollar]] c. dat. o constr. prep. ἔνδεσμον ... ἐνειλήσας ὀθονίῳ Dsc.5.72.3, cf. <i>Eup</i>.2.88.1, Archig. en Aët.9.6, ἐν αὐτῷ ῥάκει τὸ ζῴδιον <i>PMag</i>.2.51, ἐνειλεῖ τῷ Ἀμμωνίῳ ... τὸ ὠμοφόριον ἐν τῷ τραχήλῳ enrolla a Amonio su palio (o insignia episcopal) al cuello como amenaza de estrangulación</i>, Pall.<i>V.Chrys</i>.6.128, περιστερᾶς κόπρον εἰς ὀθόνιον ἐνειλήσας Paul.Aeg.4.11.2, εἰς τὰ φυκία ... χρὴ ἓν καθ' ἕκαστον ἐνειλεῖν ref. a manzanas <i>Gp</i>.10.21.1, en v. pas. ὅταν τὸ πνεῦμα ... ἐνειλούμενον δὲ ἐν αὐτῇ κόπτηται cuando es zarandeado el viento encerrado en ella (la tierra)</i>, Arist.<i>Mu</i>.396<sup>a</sup>14, cf. Them.<i>in de An</i>.63.18, ἡ ῥομφαία ... ἐνειλημένη ἐν ἱματίῳ [[LXX]] 1<i>Re</i>.21.10, ἐν δὲ ταρσοῖς ... δοράτια καὶ ἀκόντια ἐνειλημένα Aen.Tact.29.6, cf. 31.7, [[ἀπόπατος]] βοὸς ... ἐνειλεῖται δὲ φύλλοις Dsc.2.80.1, cf. Paul.Aeg.3.26.7, ὀστέα κοπτόμενα ... καὶ εἰς τὰς δορὰς ἐνειλούμενα Str.16.4.17, τὰς (φωνὰς) ... οἷον κατακλειομένας ἢ ἐνειλουμένας ἐμφαίνων ref. a la voz que no puede salir, Gal.17(1).681, αἱ τρίχες αἱ ἐνειλημέναι <i>SEG</i> 35.227.11 (Atenas III d.C.), τῇ λεπτοτάτῃ κόνει ἐνειληθεῖσα habiéndose envuelto con finísimo polvo</i> la golondrina para hacer su nido de barro tras mojar sus alas, Basil.<i>Hex</i>.8.5<br /><b class="num">•</b>de recién nacidos [[envolver]], [[fajar]] τοὺς γενομένους ... σπαργάνοις D.Chr.23.3, [[βρέφος]] ... ἐνειληθῆναι τῇ λεοντῇ τοῦ ἥρωος Philostr.<i>Her</i>.49.25, c. ac. de rel. (βρέφη) ἐνειλημένα τὰς χεῖρας Artem.1.13, de cadáveres οἱ ἀποθανόντες ἐσχισμένοις ἐνειλοῦνται ῥάκεσιν Artem.1.13, c. gen. (por atracción) ἀντὶ δὲ σινδόνης ἧς ἐνειλήθης del cuerpo de [[Cristo]] <i>A.Thom.A</i> 158.<br /><b class="num">2</b> c. suj. y ac. de pers. [[rodear]], [[acorralar]] en v. pas. Κῦρον δὲ τοῖς πολεμίοις ἐνειλούμενον Ctes.20, διελαυνόμενος ὥσπερ θηρίον ἐνειλεῖτο ταῖς πάντων χερσίν ref. César asesinado, Plu.<i>Caes</i>.66.<br /><b class="num">3</b> fig., gener. c. un sent. neg. [[involucrar]], [[implicar]], [[enredar]] ἐνίων μὲν αὑτοὺς ἐνειληκότων οἰκονομ[ίαις] καὶ τοπαρχίαις <i>PTeb</i>.24.62 (II a.C.), frec. en part. pas. Ἰουδαίους ὥσπερ ἄρκυσιν ἐνειλημένους I.<i>BI</i> 6.160, ὁ δ' [[ἅπαξ]] ἐνειληθεὶς μένει χρεώστης διὰ παντός Plu.2.830e, τὸ μὲν δουλικὸν πλῆθος ἐνειλούμενον ὑπόπτως τοῖς ὅπλοις Plu.<i>Brut</i>.45, cf. Synes.<i>Ep</i>.105 (p.186)<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. Κῆρες ... μ' ἐνειλήσαντο κακοῖσι Q.S.14.294, fig. τῶν ἤθων τὸ κάλλος, μὴ ἐνειλούμενον ἀπειροκάλοις φλυαρίαις Clem.Al.<i>Paed</i>.2.10.113.<br /><b class="num">II</b> [[usos téc]].<br /><b class="num">1</b> cirug. [[entrecruzar]] ἐνειλοῦντες αὐτά (τὰ δύο ἄγκιστρα) formando una pinza para la extirpación de varices, Orib.45.18.20.<br /><b class="num">2</b> mec. [[atornillar]], [[ensamblar]] en v. pas. πρὸς δὲ τῷ Η ἄκρῳ τοῦ κανονίου τύλος ἐνειλείσθω Hero <i>Aut</i>.10.2, ἐν δὲ τῷ τοίχῳ τοῦ πλινθίου ... ἐνειλείσθωσαν δύο γόμφοι Hero <i>ib</i>.<br /><b class="num">B</b> intr. en v. med.<br /><b class="num">1</b> [[ir dando vueltas]], [[hacer circunvoluciones]] [[ἔντερον]] ... ἑλικηδὸν ἐν κόλποις ἐνειλούμενον Hp.<i>Anat</i>.1.<br /><b class="num">2</b> en la palestra [[girarse]], [[darse la vuelta]] ἐγχωρεῖ δὲ καὶ ὀρθοὺς ἐνειλουμένους ... ὀξὺ γυμνάσασθαι [[γυμνάσιον]] Gal.6.145.<br /><b class="num">3</b> fig. [[enzarzarse]], [[enredarse]] en una pelea, [[forcejear]] ἐνειλούμενος μοι <i>PRyl</i>.144.18 (I d.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape