Anonymous

ἀνασπάω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
m (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext.*}}\n)({{.*}}\n)({{ntsuppl.*}})" to "$1$3 $2")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνασπάω:''' ποιητ. [[ἀνσπάω]], μέλ. -σπάσω [ᾰ],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σύρω]], [[έλκω]] προς τα πάνω, [[τραβώ]], σε Σόλωνα, Ηρόδ. — Μέσ., ἐκ χροὸς [[ἔγχος]] ἀνεσπάσατο, τράβηξε το [[δόρυ]] του [[ξανά]] [[μπροστά]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[τραβώ]] [[πλοίο]] προς τη [[στεριά]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[τραβώ]] ή ρουφώ με [[απληστία]], [[αἷμα]], σε Αισχύλ.· [[αλλά]], [[ὕδωρ]] ἀν., ρουφώ [[νερό]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> [[ξεσχίζω]], [[κομματιάζω]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">5.</b> μεταφ., <i>ἀνασπᾶν λόγους</i>, [[εκβιάζω]] [[λόγια]], [[προφέρω]] βίαιες και προσβλητικές λέξεις, σε Σοφ.<br /><b class="num">6.</b> [[τὰς]] [[ὀφρῦς]] ἀνασπᾶν, [[ανασηκώνω]] τα φρύδια, και έτσι [[ξεστομίζω]] σοβαρή ή σημαντική [[φράση]], σε Αριστοφ.· ομοίως, <i>τὰ μέτωπα ἀν</i>., στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποσύρω]], [[τραβώ]], <i>τὴν χεῖρα</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[μετακομίζω]], [[τραβώ]] [[μακριά]] από το [[σπίτι]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀνασπάω:''' ποιητ. [[ἀνσπάω]], μέλ. -σπάσω [ᾰ],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σύρω]], [[έλκω]] προς τα πάνω, [[τραβώ]], σε Σόλωνα, Ηρόδ. — Μέσ., ἐκ χροὸς [[ἔγχος]] ἀνεσπάσατο, τράβηξε το [[δόρυ]] του [[ξανά]] [[μπροστά]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[τραβώ]] [[πλοίο]] προς τη [[στεριά]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[τραβώ]] ή ρουφώ με [[απληστία]], [[αἷμα]], σε Αισχύλ.· [[αλλά]], [[ὕδωρ]] ἀν., ρουφώ [[νερό]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> [[ξεσχίζω]], [[κομματιάζω]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">5.</b> μεταφ., <i>ἀνασπᾶν λόγους</i>, [[εκβιάζω]] [[λόγια]], [[προφέρω]] βίαιες και προσβλητικές λέξεις, σε Σοφ.<br /><b class="num">6.</b> τὰς [[ὀφρῦς]] ἀνασπᾶν, [[ανασηκώνω]] τα φρύδια, και έτσι [[ξεστομίζω]] σοβαρή ή σημαντική [[φράση]], σε Αριστοφ.· ομοίως, <i>τὰ μέτωπα ἀν</i>., στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποσύρω]], [[τραβώ]], <i>τὴν χεῖρα</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[μετακομίζω]], [[τραβώ]] [[μακριά]] από το [[σπίτι]], σε Λουκ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj