Anonymous

καθίημι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> καθήσω, <i>ao.</i> [[καθῆκα]], <i>pf.</i> [[καθεῖκα]];<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> faire descendre :<br /><b>1</b> faire tomber, lancer de haut en bas : κεραυνὸν [[χαμᾶζε]] IL la foudre sur la terre ; [[ὑψόθεν]] ἐέρσας IL faire tomber la rosée d'en haut ; οἶνον λαυκανίης IL faire couler du vin dans son gosier ; ἄγκυραν HDT jeter l'ancre ; <i>fig.</i> [[σκῶμμα]] [[ἐπί]] τινα LUC lancer une raillerie contre qqn;<br /><b>2</b> laisser tomber : [[τὰς]] κώπας THC les rames, de façon à arrêter la marche du navire ; [[γόνυ]] πρὸς γαῖαν EUR baisser le genou vers la terre ; [[καθειμένος]] τὸν πώγωνα PLUT ayant laissé croître sa barbe;<br /><b>3</b> faire descendre dans la lice, lancer dans la carrière : ἅρματα THC, ζεύγη ISOCR des chars, des attelages ; <i>fig.</i> διδασκαλίαν PLUT présenter une didascalie;<br /><b>4</b> faire descendre : τείχη THC prolonger des remparts jusqu’à la mer ; rappeler d'exil XÉN;<br /><b>II.</b> <i>intr. (ou s.e.</i> ἑαυτόν) descendre (<i>ou</i> se lancer) : ἀφ’ ὑψηλῶν XÉN d'un lieu élevé ; [[εἰς]] [[γόνυ]] PLUT tomber sur le genou ; [[εἰς]] ἀγῶνα PLUT descendre dans la lice ; <i>en mauv. part</i> être précipité;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[καθίεμαι]] (<i>f.</i> καθήσομαι, <i>ao.</i> [[καθείμην]], <i>pf.</i> [[καθεῖμαι]]) descendre dans, se transporter dans, <i>avec</i> [[εἰς]] et l'acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἵημι]].
|btext=<i>f.</i> καθήσω, <i>ao.</i> [[καθῆκα]], <i>pf.</i> [[καθεῖκα]];<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> faire descendre :<br /><b>1</b> faire tomber, lancer de haut en bas : κεραυνὸν [[χαμᾶζε]] IL la foudre sur la terre ; [[ὑψόθεν]] ἐέρσας IL faire tomber la rosée d'en haut ; οἶνον λαυκανίης IL faire couler du vin dans son gosier ; ἄγκυραν HDT jeter l'ancre ; <i>fig.</i> [[σκῶμμα]] [[ἐπί]] τινα LUC lancer une raillerie contre qqn;<br /><b>2</b> laisser tomber : τὰς κώπας THC les rames, de façon à arrêter la marche du navire ; [[γόνυ]] πρὸς γαῖαν EUR baisser le genou vers la terre ; [[καθειμένος]] τὸν πώγωνα PLUT ayant laissé croître sa barbe;<br /><b>3</b> faire descendre dans la lice, lancer dans la carrière : ἅρματα THC, ζεύγη ISOCR des chars, des attelages ; <i>fig.</i> διδασκαλίαν PLUT présenter une didascalie;<br /><b>4</b> faire descendre : τείχη THC prolonger des remparts jusqu’à la mer ; rappeler d'exil XÉN;<br /><b>II.</b> <i>intr. (ou s.e.</i> ἑαυτόν) descendre (<i>ou</i> se lancer) : ἀφ’ ὑψηλῶν XÉN d'un lieu élevé ; [[εἰς]] [[γόνυ]] PLUT tomber sur le genou ; [[εἰς]] ἀγῶνα PLUT descendre dans la lice ; <i>en mauv. part</i> être précipité;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[καθίεμαι]] (<i>f.</i> καθήσομαι, <i>ao.</i> [[καθείμην]], <i>pf.</i> [[καθεῖμαι]]) descendre dans, se transporter dans, <i>avec</i> [[εἰς]] et l'acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἵημι]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καθίημι:''' Ιων. κατ-· μέλ. <i>καθήσω</i>, αόρ. αʹ [[καθῆκα]], Επικ. [[καθέηκα]]· παρακ. [[καθεῖκα]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ρίχνω]] προς τα [[κάτω]], [[αφήνω]] [[κάτι]] να πέσει, Λατ. demittere, σε Όμηρ. κ.λπ.· ([[ἱστία]]) ἐς [[νῆας]] [[κάθεμεν]] (αʹ πληθ. αορ. βʹ) κατεβάσαμε, χαμηλώσαμε τα πανιά, σε Ομήρ. Οδ.· <i>κ. ἄγκυραν</i>, σε Ηρόδ.· <i>κ. καταπειρητηρίην</i>· <i>καθιέναι</i>, ηχώ, ακούγομαι, σε Πλάτ.· <i>καθῆκε τὰ σκέλη</i>, άφησε [[κάτω]] τα πόδια του, λέγεται για κάποιον που είναι ξαπλωμένος, στον ίδ.· κ. [[δόρυ]], [[κατεβάζω]], [[χαμηλώνω]] το [[δόρυ]] μου, είμαι σε [[ετοιμότητα]], είμαι [[έτοιμος]] για [[επίθεση]], σε Ξεν.· κ. [[τὰς]] κώπας, [[αφήνω]] τα [[κουπιά]], έτσι ώστε να σταματήσω την [[πορεία]] του πλοίου, σε Θουκ.· [[σπανίως]] χρησιμ. για [[χτύπημα]] ή [[πλήγμα]], δι' ὀμφαλοῦ καθῆκεν [[ἔγχος]], σε Ευρ.· [[γόνυ]] καθεῖσαν, έπεσαν στα [[γόνατα]], στον ίδ. — Παθ., [[πέφτω]], [[κρέμομαι]], λέγεται για τον μαστό της αγελάδας, σε Ηρόδ.· <i>καθεῖτο τὰ τείχη</i>, τα τείχη παρασύρονταν στο [[νερό]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[στέλνω]], [[κατεβάζω]] κάποιον μέσα στο [[στάδιο]], τον [[φέρνω]] για να αγωνιστεί, <i>ἅρματα</i>, <i>ζεύγη</i>, στον ίδ.· <i>τοῦτον τὸν λόγον καθεῖκε</i>, προέβαλε αυτό το [[επιχείρημα]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[βάζω]], [[ορίζω]] σε, Λατ. immittere, σε Λουκ. — Παθ., τίθεμαι σε [[κίνηση]], [[εκστρατεύω]], ἡ [[στρατηλασίη]] κατίετο ἐς τὴν Ἑλλάδα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> φαινομενικά αμτβ. (ενν. το <i>ἑαυτόν</i>), [[εφορμώ]], [[κατέρχομαι]] σαν [[αέρας]] [[σφοδρός]], σε Αριστοφ.· λέγεται για ποτάμια, [[κυλώ]], ρέω, έχω καθοδική ροή, σε Πλάτ.· κ. εἰς [[γόνυ]], [[γονατίζω]], [[κλίνω]] τα [[γόνατα]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''καθίημι:''' Ιων. κατ-· μέλ. <i>καθήσω</i>, αόρ. αʹ [[καθῆκα]], Επικ. [[καθέηκα]]· παρακ. [[καθεῖκα]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ρίχνω]] προς τα [[κάτω]], [[αφήνω]] [[κάτι]] να πέσει, Λατ. demittere, σε Όμηρ. κ.λπ.· ([[ἱστία]]) ἐς [[νῆας]] [[κάθεμεν]] (αʹ πληθ. αορ. βʹ) κατεβάσαμε, χαμηλώσαμε τα πανιά, σε Ομήρ. Οδ.· <i>κ. ἄγκυραν</i>, σε Ηρόδ.· <i>κ. καταπειρητηρίην</i>· <i>καθιέναι</i>, ηχώ, ακούγομαι, σε Πλάτ.· <i>καθῆκε τὰ σκέλη</i>, άφησε [[κάτω]] τα πόδια του, λέγεται για κάποιον που είναι ξαπλωμένος, στον ίδ.· κ. [[δόρυ]], [[κατεβάζω]], [[χαμηλώνω]] το [[δόρυ]] μου, είμαι σε [[ετοιμότητα]], είμαι [[έτοιμος]] για [[επίθεση]], σε Ξεν.· κ. τὰς κώπας, [[αφήνω]] τα [[κουπιά]], έτσι ώστε να σταματήσω την [[πορεία]] του πλοίου, σε Θουκ.· [[σπανίως]] χρησιμ. για [[χτύπημα]] ή [[πλήγμα]], δι' ὀμφαλοῦ καθῆκεν [[ἔγχος]], σε Ευρ.· [[γόνυ]] καθεῖσαν, έπεσαν στα [[γόνατα]], στον ίδ. — Παθ., [[πέφτω]], [[κρέμομαι]], λέγεται για τον μαστό της αγελάδας, σε Ηρόδ.· <i>καθεῖτο τὰ τείχη</i>, τα τείχη παρασύρονταν στο [[νερό]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[στέλνω]], [[κατεβάζω]] κάποιον μέσα στο [[στάδιο]], τον [[φέρνω]] για να αγωνιστεί, <i>ἅρματα</i>, <i>ζεύγη</i>, στον ίδ.· <i>τοῦτον τὸν λόγον καθεῖκε</i>, προέβαλε αυτό το [[επιχείρημα]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[βάζω]], [[ορίζω]] σε, Λατ. immittere, σε Λουκ. — Παθ., τίθεμαι σε [[κίνηση]], [[εκστρατεύω]], ἡ [[στρατηλασίη]] κατίετο ἐς τὴν Ἑλλάδα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> φαινομενικά αμτβ. (ενν. το <i>ἑαυτόν</i>), [[εφορμώ]], [[κατέρχομαι]] σαν [[αέρας]] [[σφοδρός]], σε Αριστοφ.· λέγεται για ποτάμια, [[κυλώ]], ρέω, έχω καθοδική ροή, σε Πλάτ.· κ. εἰς [[γόνυ]], [[γονατίζω]], [[κλίνω]] τα [[γόνατα]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{ls
{{ls