Anonymous

προσέχω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
m (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext.*}}\n)({{.*}}\n)({{ntsuppl.*}})" to "$1$3 $2")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προσέξω, <i>ao.2</i> [[προσέσχον]], <i>etc.</i><br /><b>I.</b> tenir <i>ou</i> diriger vers, approcher : μαζόν ESCHL approcher le sein;<br /><b>II.</b> <i>t. de mar.</i> [[τὰς]] [[νῆας]] HDT diriger les navires vers (la terre) ; τινά faire aborder qqn ; <i>d'où (s.e.</i> ναῦν) aborder : πρὸς γῆν, γῆν, κατὰ γῆν, γῇ, atterrir, aborder;<br /><b>III.</b> <i>fig.</i> προσέχειν τὸν [[νοῦν]] τινι, [[πρός]] τινι appliquer son esprit à qch ; <i>avec</i> [[μή]], veiller à ce que… ne ; προσέχειν τὴν γνώμην, <i>ou simpl.</i> προσέχειν (<i>s.e.</i> [[νοῦν]] <i>ou</i> γνώμην) :<br /><b>1</b> appliquer son esprit à, s'appliquer à, être attentif à, se préoccuper de, τινι : ἑαυτῷ, prendre garde à soi-même;<br /><b>2</b> s'attacher à, s'adonner à, τινι;<br /><b>3</b> obéir à, être dévoué à, τινι;<br /><b>4</b> s'attacher à, faire fondement sur, se fier à, τινι;<br /><b>IV.</b> [[avoir en outre]], [[posséder de plus]];<br /><i><b>Moy.</b></i> [[προσέχομαι]] s'attacher à, adhérer fortement à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἔχω]].
|btext=<i>f.</i> προσέξω, <i>ao.2</i> [[προσέσχον]], <i>etc.</i><br /><b>I.</b> tenir <i>ou</i> diriger vers, approcher : μαζόν ESCHL approcher le sein;<br /><b>II.</b> <i>t. de mar.</i> τὰς [[νῆας]] HDT diriger les navires vers (la terre) ; τινά faire aborder qqn ; <i>d'où (s.e.</i> ναῦν) aborder : πρὸς γῆν, γῆν, κατὰ γῆν, γῇ, atterrir, aborder;<br /><b>III.</b> <i>fig.</i> προσέχειν τὸν [[νοῦν]] τινι, [[πρός]] τινι appliquer son esprit à qch ; <i>avec</i> [[μή]], veiller à ce que… ne ; προσέχειν τὴν γνώμην, <i>ou simpl.</i> προσέχειν (<i>s.e.</i> [[νοῦν]] <i>ou</i> γνώμην) :<br /><b>1</b> appliquer son esprit à, s'appliquer à, être attentif à, se préoccuper de, τινι : ἑαυτῷ, prendre garde à soi-même;<br /><b>2</b> s'attacher à, s'adonner à, τινι;<br /><b>3</b> obéir à, être dévoué à, τινι;<br /><b>4</b> s'attacher à, faire fondement sur, se fier à, τινι;<br /><b>IV.</b> [[avoir en outre]], [[posséder de plus]];<br /><i><b>Moy.</b></i> [[προσέχομαι]] s'attacher à, adhérer fortement à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἔχω]].
}}
}}
{{ntsuppl
{{ntsuppl
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσέχω:''' και προσ-[[ίσχω]], μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. βʹ [[προσέσχον]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[παρέχω]], [[προσφέρω]], σε Αισχύλ.· [[φέρω]] προς, τὴν ἀσπίδα προσίσχειν πρὸς τὸ [[δάπεδον]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσέχω]] ναῦν, [[φέρνω]] [[πλοίο]] κοντά σ' ένα [[μέρος]], το [[φέρνω]] στο [[λιμάνι]], σε Ηρόδ.· <i>Μαλέᾳ προσίσχων πρῷραν</i>, σε Ευρ.· τίς σε προσέσχε [[χρεία]]; τί σε έφερε σ' αυτήν τη γη; σε Σοφ.· μόνο του, [[βάζω]] μέσα, [[προσεγγίζω]] ένα [[μέρος]], <i>προσεχεῖν ἐς τὴν Σάμον</i>, πρὸς [[τὰς]] νήσους, σε Ηρόδ.· επίσης με δοτ. τόπου, [[προσέχω]] τῇ νήσῳ κ.λπ., στον ίδ.· επίσης με αιτ. τόπου, <i>προσέσχες τήνδε γῆν</i>, σε Σοφ.· απόλ., [[αράζω]], [[αποβιβάζω]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[γυρίζω]] σε ή προς ένα [[πράγμα]], [[προσέχω]] [[ὄμμα]], σε Ευρ.· [[προσέχω]] τὸν [[νοῦν]], [[στρέφω]] το νου, [[δίνω]] [[προσοχή]] σ' ένα [[πράγμα]], είμαι [[επίμονος]] σ' αυτό, Λατ. animadverte, <i>τινί</i> ή [[πρός]] τινι, σε Αριστοφ. κ.λπ.· στον ίδ.· απόλ., πρόσεχε τὸν [[νοῦν]] [[πρός]] τινι, στον ίδ.· απόλ., πρόσεχε τὸν [[νοῦν]], πρόσεχε! φυλάξου!, στον ίδ.· ομοίως, [[προσέχω]] τὴν γνώμην, σε Θουκ. <b>4. α)</b> [[χωρίς]] τὸν [[νοῦν]], [[προσέχω]] ἑαυτῷ, [[παρέχω]] [[φροντίδα]], [[προσοχή]] σε κάποιον, σε Αριστοφ., Ξεν.· [[προσέχω]] ἑαυτοῖς ἀπό τινος, φυλάσσομαι από κάποιον, σε Καινή Διαθήκη· απόλ., <i>προσέχων ἀκουσάτω</i>, προσεκτικά, σε Δημ. <b>β)</b> [[αφιερώνω]] τον εαυτό μου σε ένα [[πράγμα]], Λατ. [[totus]] [[esse]] in [[illo]], με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. <b>γ)</b> με απαρ., [[προσδοκώ]] να κάνω, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">5.</b> Μέσ., προσκολλώμαι σε κάποιο [[πράγμα]], [[προσχωρώ]] σ' αυτό, με δοτ., στον ίδ., σε Αριστοφ.<br /><b class="num">6.</b> Παθ., συγκρατούμαι [[σταθερά]] από ένα [[πράγμα]], [[ὑπό]] τινος, σε Ευρ.· μεταφ., προσαρτώμαι σ' ένα [[πράγμα]], με δοτ., σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> έχω [[επιπλέον]] ή επιπροσθέτως, σε Πλάτ., Δημ.
|lsmtext='''προσέχω:''' και προσ-[[ίσχω]], μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. βʹ [[προσέσχον]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[παρέχω]], [[προσφέρω]], σε Αισχύλ.· [[φέρω]] προς, τὴν ἀσπίδα προσίσχειν πρὸς τὸ [[δάπεδον]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσέχω]] ναῦν, [[φέρνω]] [[πλοίο]] κοντά σ' ένα [[μέρος]], το [[φέρνω]] στο [[λιμάνι]], σε Ηρόδ.· <i>Μαλέᾳ προσίσχων πρῷραν</i>, σε Ευρ.· τίς σε προσέσχε [[χρεία]]; τί σε έφερε σ' αυτήν τη γη; σε Σοφ.· μόνο του, [[βάζω]] μέσα, [[προσεγγίζω]] ένα [[μέρος]], <i>προσεχεῖν ἐς τὴν Σάμον</i>, πρὸς τὰς νήσους, σε Ηρόδ.· επίσης με δοτ. τόπου, [[προσέχω]] τῇ νήσῳ κ.λπ., στον ίδ.· επίσης με αιτ. τόπου, <i>προσέσχες τήνδε γῆν</i>, σε Σοφ.· απόλ., [[αράζω]], [[αποβιβάζω]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[γυρίζω]] σε ή προς ένα [[πράγμα]], [[προσέχω]] [[ὄμμα]], σε Ευρ.· [[προσέχω]] τὸν [[νοῦν]], [[στρέφω]] το νου, [[δίνω]] [[προσοχή]] σ' ένα [[πράγμα]], είμαι [[επίμονος]] σ' αυτό, Λατ. animadverte, <i>τινί</i> ή [[πρός]] τινι, σε Αριστοφ. κ.λπ.· στον ίδ.· απόλ., πρόσεχε τὸν [[νοῦν]] [[πρός]] τινι, στον ίδ.· απόλ., πρόσεχε τὸν [[νοῦν]], πρόσεχε! φυλάξου!, στον ίδ.· ομοίως, [[προσέχω]] τὴν γνώμην, σε Θουκ. <b>4. α)</b> [[χωρίς]] τὸν [[νοῦν]], [[προσέχω]] ἑαυτῷ, [[παρέχω]] [[φροντίδα]], [[προσοχή]] σε κάποιον, σε Αριστοφ., Ξεν.· [[προσέχω]] ἑαυτοῖς ἀπό τινος, φυλάσσομαι από κάποιον, σε Καινή Διαθήκη· απόλ., <i>προσέχων ἀκουσάτω</i>, προσεκτικά, σε Δημ. <b>β)</b> [[αφιερώνω]] τον εαυτό μου σε ένα [[πράγμα]], Λατ. [[totus]] [[esse]] in [[illo]], με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. <b>γ)</b> με απαρ., [[προσδοκώ]] να κάνω, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">5.</b> Μέσ., προσκολλώμαι σε κάποιο [[πράγμα]], [[προσχωρώ]] σ' αυτό, με δοτ., στον ίδ., σε Αριστοφ.<br /><b class="num">6.</b> Παθ., συγκρατούμαι [[σταθερά]] από ένα [[πράγμα]], [[ὑπό]] τινος, σε Ευρ.· μεταφ., προσαρτώμαι σ' ένα [[πράγμα]], με δοτ., σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> έχω [[επιπλέον]] ή επιπροσθέτως, σε Πλάτ., Δημ.
}}
}}
{{ls
{{ls