3,277,220
edits
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> τρέψω, <i>ao.</i> ἔτρεψα, <i>ao.2</i> ἔτραπον, <i>pf.</i> [[τέτροφα]] <i>ou</i> [[τέτραφα]];<br /><i>Pass. ao.</i> ἐτρέφθην, <i>ao.2</i> [[ἐτράπην]], <i>pf.</i> [[τέτραμμαι]];<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> tourner :<br /><b>1</b> tourner, diriger : πρὸς ἠέλιον κεφαλήν OD tourner la tête vers le soleil ; πρὸς [[ὄρος]] μῆλα OD mener paître les troupeaux vers la montagne ; ἐπ’ ἐχθροῖς χεῖρα SOPH tourner sa main contre ses ennemis ; <i>Pass.</i> être tourné vers ; [[εἰς]] τὸ [[πεδίον]] HDT se diriger dans la plaine ; ἐπὶ Ἀθηνέων HDT se diriger vers le territoire d'Athènes ; <i>en parl. de lieux</i> être tourné <i>ou</i> dirigé, <i>avec</i> [[πρός]] <i>ou</i> [[εἰς]] et l'acc.;<br /><b>2</b> faire tourner, faire évoluer dans un autre sens, acc. ; <i>Pass.</i> [[ἥλιος]] ἐπειδὰν τράπηται XÉN après que le soleil s'est tourné (en hiver) ; <i>abs.</i> faire se retourner, faire tourner le dos : [[ἐς]] φυγὴν τρ. XÉN, τρέπειν φυγάδε IL <i>ou simpl.</i> τρέπειν mettre en fuite ; <i>Pass.</i> τρ. φυγᾷ ESCHL, [[ἐς]] φυγὴν τρ. HDT être mis en fuite, s'enfuir;<br /><b>3</b> détourner, écarter, éloigner, acc. ; [[ἀπό]] τινος éloigner de qch ; <i>abs.</i> préserver;<br /><b>4</b> changer, transformer, altérer, dénaturer : χρώματα PLUT des couleurs ; τρέπεται [[χρώς]] IL, OD la couleur change ; <i>fig.</i> τρέπειν φρένας IL, | |btext=<i>f.</i> τρέψω, <i>ao.</i> ἔτρεψα, <i>ao.2</i> ἔτραπον, <i>pf.</i> [[τέτροφα]] <i>ou</i> [[τέτραφα]];<br /><i>Pass. ao.</i> ἐτρέφθην, <i>ao.2</i> [[ἐτράπην]], <i>pf.</i> [[τέτραμμαι]];<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> tourner :<br /><b>1</b> tourner, diriger : πρὸς ἠέλιον κεφαλήν OD tourner la tête vers le soleil ; πρὸς [[ὄρος]] μῆλα OD mener paître les troupeaux vers la montagne ; ἐπ’ ἐχθροῖς χεῖρα SOPH tourner sa main contre ses ennemis ; <i>Pass.</i> être tourné vers ; [[εἰς]] τὸ [[πεδίον]] HDT se diriger dans la plaine ; ἐπὶ Ἀθηνέων HDT se diriger vers le territoire d'Athènes ; <i>en parl. de lieux</i> être tourné <i>ou</i> dirigé, <i>avec</i> [[πρός]] <i>ou</i> [[εἰς]] et l'acc.;<br /><b>2</b> faire tourner, faire évoluer dans un autre sens, acc. ; <i>Pass.</i> [[ἥλιος]] ἐπειδὰν τράπηται XÉN après que le soleil s'est tourné (en hiver) ; <i>abs.</i> faire se retourner, faire tourner le dos : [[ἐς]] φυγὴν τρ. XÉN, τρέπειν φυγάδε IL <i>ou simpl.</i> τρέπειν mettre en fuite ; <i>Pass.</i> τρ. φυγᾷ ESCHL, [[ἐς]] φυγὴν τρ. HDT être mis en fuite, s'enfuir;<br /><b>3</b> détourner, écarter, éloigner, acc. ; [[ἀπό]] τινος éloigner de qch ; <i>abs.</i> préserver;<br /><b>4</b> changer, transformer, altérer, dénaturer : χρώματα PLUT des couleurs ; τρέπεται [[χρώς]] IL, OD la couleur change ; <i>fig.</i> τρέπειν φρένας IL, τὰς γνώμας XÉN changer les sentiments, les résolutions ; <i>Pass.</i> être changé, être transformé : τετραμμένος HDT dont les sentiments sont changés ; avec un inf. : être converti à la pensée de;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> tourner le dos : φυγάδε IL pour s'enfuir;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[τρέπομαι]] (<i>f.</i> τρέψομαι, <i>ao.</i> ἐτρεψάμην, <i>ao.2</i> ἐτραπόμην);<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> faire se retourner, mettre en fuite, <i>d'ord. à l'ao.2 ; fig.</i> faire changer d'avis, acc.;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i><br /><b>1</b> se tourner, se diriger, <i>avec</i> [[ἐς]] et l'acc. : τρέπεσθαι ὁδόν HDT se diriger par un chemin, prendre un chemin ; τρ. [[πρός]] τινα XÉN se diriger vers qqn, aller rendre visite à qqn ; ἀμηχανεῖν [[ὅποι]] τράποιντο ESCHL ne savoir de quel côté se tourner ; τρέπεσθαι πρὸς τὴν ἀμείνω (<i>s.e.</i> ὁδόν) HDT se tourner vers le bon chemin, prendre le meilleur parti ; <i>fig.</i> τρέπεσθαι ἐπὶ ἔργα IL se mettre à l'œuvre ; ἐφ’ ἁρπαγήν XÉN se mettre à piller ; [[εἰς]] ὀρχηστὺν καὶ ἀοιδήν OD se tourner vers la danse et le chant ; πρὸς λῃστείαν THC s'adonner au brigandage ; <i>Pass.</i> se trouver tourné vers, avoir une tendance vers ; ἐπὶ τὴν εἰρήνην XÉN se tourner vers la paix, soupirer après la paix ; ἐπὶ πολλὰ λέγοντας THC avoir du goût pour ceux qui parlent beaucoup ; avec un inf. : s'appliquer à;<br /><b>2</b> <i>à l'ao.2</i> tourner le dos, s'enfuir.<br />'''Étymologie:''' R. Τραπ, tourner ; cf. [[τροπή]], [[τρόπος]], <i>lat.</i> torqueo, etc. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρέπω:''' μέλ. <i>τρέψω</i>, αόρ. <i>ἔτρεψα</i>, αόρ. βʹ <i>ἔτρᾰπον</i>, παρακ. [[τέτροφα]], μεταγεν. <i>τέτρᾰφα</i> — Παθ., μέλ. <i>τρᾰπήσομαι</i>, αόρ. <i>ἐτρέφθην</i>, Ιων. απαρ. [[τραφθῆναι]]· αόρ. βʹ [[ἐτράπην]] [ᾰ], Επικ. υποτ. [[τραπείομεν]] αντί <i>τραπῶμεν</i>· παρακ. [[τέτραμμαι]], γʹ πληθ. [[τετράφαται]]· γʹ ενικ. προστ. [[τετράφθω]]· γʹ ενικ. υπερσ. [[τέτραπτο]], γʹ πληθ. [[τετράφατο]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στρέφω]] ή [[κατευθύνω]] προς [[κάτι]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[κυρίως]] ακολουθ. από πρόθ.· [[τρέπω]] τινὰ εἰς εὐνήν, τον [[βάζω]] να κοιμηθεί, σε Ομήρ. Οδ.· [[τρέπω]] πόλεις εἰς ὕβριν, σε Θουκ.· [[τρέπω]] κεφαλὴν πρὸς ἠέλιον, σε Ομήρ. Οδ.·<br /><b class="num">2.</b> Παθ., [[στρέφω]] τα βήματά μου, στρέφομαι προς κάποια [[διεύθυνση]], [[τραφθῆναι]] ἀν' Ἑλλάδα, περιφέρομαι πάνω [[κάτω]] στην [[Ελλάδα]], σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ. πράγμ., <i>τρέπεσθαι ὁδόν</i>, [[ακολουθώ]] κάποια [[κατεύθυνση]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> Παθ. επίσης, τρέπομαι σε [[κάτι]], <i>ἐς ἀοιδήν</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἐπὶ ἔργα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐφ' ἁρπαγήν</i>, σε Θουκ.· <i>πρὸς λῃστείαν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> Παθ. και Μέσ., λέγεται για τόπους, είμαι στραμμένος προς ή [[κοιτάζω]] προς κάποια συγκεκριμένη [[διεύθυνση]], <i>πρὸς ζόφον</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>πρὸς ἄρκτον</i>, <i>πρὸς νότον</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[στρέφω]], δηλ. κάνω [[μεταβολή]], [[μεταστρέφω]], <i>τρέπειν ἵππους</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· τὰ καλὰ [[τρέπω]] [[ἔξω]], [[στρέφω]] την καλύτερη [[πλευρά]] προς τα έξω, σε Πίνδ. — Παθ., <i>αἰχμὴ τράπετο</i>, [[άκρη]] κάμφθηκε προς τα [[πίσω]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για το [[ηλιοστάσιο]], [[ἐπειδὰν]] ἐνχειμῶνι τράπηται [[ἥλιος]] (βλ. [[τροπή]] I), σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[τρέπω]] τὴν αἰτίαν, <i>τὴν ὀργὴν εἴς τινα</i>, [[στρέφω]] την [[κατηγορία]], τον θυμό [[εναντίον]] κάποιου άλλου, σε Ισαίο, Δημ. — Παθ., λέγεται για κατάρες, ἐς κεφαλὴν τρέποιτο [[ἐμοί]], ας πέσει στο [[κεφάλι]] μου!, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[τρέπω]] σε [[άλλη]] [[διεύθυνση]], [[αλλάζω]], <i>νόον</i>, <i>φρένας</i>, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐς [[γέλων]] [[τρέπω]] τὸ [[πρᾶγμα]], σε Αριστοφ. — Παθ., μεταβάλλομαι, σε Όμηρ. κ.λπ.· με σύστ. αιτ., <i>τρεπόμενος τροπάς</i>, που υφίσταται αλλαγές, σε Αισχίν.<br /><b class="num">III.</b> [[τρέπω]] σε [[φυγή]], [[νικώ]], [[κατατροπώνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· <i>τρέπωφύγαδε</i>, Λατ. converetere in fugam, σε Ομήρ. Ιλ.· [[τρέπω]] ἐς φυγήν, σε Ευρ.· ομοίως στον Μέσ. αόρ., [[απομακρύνω]] κάποιον εχθρό από εμένα, σε Ξεν. — Παθ., τρέπομαι σε [[φυγή]], [[ηττώμαι]], σε Αισχύλ., Ξεν. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., ἐς φυγὴν [[τραπέσθαι]], σε Ηρόδ., Θουκ.· επίσης αμτβ. στον Ενεργ. τύπο, <i>φύγαδ' ἔτραπε</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">IV.</b> [[αποτρέπω]], [[εμποδίζω]], [[κωλύω]], [[τρέπω]] τινὰ ἀπὸ τείχεος, στο ίδ.· [[βέλος]] ἔτραπεν [[ἄλλῃ]], στο ίδ.<br /><b class="num">V.</b> όπως το [[ἀνατρέπω]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">VI.</b> [[μετατρέπω]], [[εφαρμόζω]], [[προσαρμόζω]], [[τρέπω]] τι ἐς [[ἄλλο]] τι, σε Ηρόδ.· [[ποῦ]] τέτροφας | |lsmtext='''τρέπω:''' μέλ. <i>τρέψω</i>, αόρ. <i>ἔτρεψα</i>, αόρ. βʹ <i>ἔτρᾰπον</i>, παρακ. [[τέτροφα]], μεταγεν. <i>τέτρᾰφα</i> — Παθ., μέλ. <i>τρᾰπήσομαι</i>, αόρ. <i>ἐτρέφθην</i>, Ιων. απαρ. [[τραφθῆναι]]· αόρ. βʹ [[ἐτράπην]] [ᾰ], Επικ. υποτ. [[τραπείομεν]] αντί <i>τραπῶμεν</i>· παρακ. [[τέτραμμαι]], γʹ πληθ. [[τετράφαται]]· γʹ ενικ. προστ. [[τετράφθω]]· γʹ ενικ. υπερσ. [[τέτραπτο]], γʹ πληθ. [[τετράφατο]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στρέφω]] ή [[κατευθύνω]] προς [[κάτι]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[κυρίως]] ακολουθ. από πρόθ.· [[τρέπω]] τινὰ εἰς εὐνήν, τον [[βάζω]] να κοιμηθεί, σε Ομήρ. Οδ.· [[τρέπω]] πόλεις εἰς ὕβριν, σε Θουκ.· [[τρέπω]] κεφαλὴν πρὸς ἠέλιον, σε Ομήρ. Οδ.·<br /><b class="num">2.</b> Παθ., [[στρέφω]] τα βήματά μου, στρέφομαι προς κάποια [[διεύθυνση]], [[τραφθῆναι]] ἀν' Ἑλλάδα, περιφέρομαι πάνω [[κάτω]] στην [[Ελλάδα]], σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ. πράγμ., <i>τρέπεσθαι ὁδόν</i>, [[ακολουθώ]] κάποια [[κατεύθυνση]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> Παθ. επίσης, τρέπομαι σε [[κάτι]], <i>ἐς ἀοιδήν</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἐπὶ ἔργα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐφ' ἁρπαγήν</i>, σε Θουκ.· <i>πρὸς λῃστείαν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> Παθ. και Μέσ., λέγεται για τόπους, είμαι στραμμένος προς ή [[κοιτάζω]] προς κάποια συγκεκριμένη [[διεύθυνση]], <i>πρὸς ζόφον</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>πρὸς ἄρκτον</i>, <i>πρὸς νότον</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[στρέφω]], δηλ. κάνω [[μεταβολή]], [[μεταστρέφω]], <i>τρέπειν ἵππους</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· τὰ καλὰ [[τρέπω]] [[ἔξω]], [[στρέφω]] την καλύτερη [[πλευρά]] προς τα έξω, σε Πίνδ. — Παθ., <i>αἰχμὴ τράπετο</i>, [[άκρη]] κάμφθηκε προς τα [[πίσω]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για το [[ηλιοστάσιο]], [[ἐπειδὰν]] ἐνχειμῶνι τράπηται [[ἥλιος]] (βλ. [[τροπή]] I), σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[τρέπω]] τὴν αἰτίαν, <i>τὴν ὀργὴν εἴς τινα</i>, [[στρέφω]] την [[κατηγορία]], τον θυμό [[εναντίον]] κάποιου άλλου, σε Ισαίο, Δημ. — Παθ., λέγεται για κατάρες, ἐς κεφαλὴν τρέποιτο [[ἐμοί]], ας πέσει στο [[κεφάλι]] μου!, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[τρέπω]] σε [[άλλη]] [[διεύθυνση]], [[αλλάζω]], <i>νόον</i>, <i>φρένας</i>, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐς [[γέλων]] [[τρέπω]] τὸ [[πρᾶγμα]], σε Αριστοφ. — Παθ., μεταβάλλομαι, σε Όμηρ. κ.λπ.· με σύστ. αιτ., <i>τρεπόμενος τροπάς</i>, που υφίσταται αλλαγές, σε Αισχίν.<br /><b class="num">III.</b> [[τρέπω]] σε [[φυγή]], [[νικώ]], [[κατατροπώνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· <i>τρέπωφύγαδε</i>, Λατ. converetere in fugam, σε Ομήρ. Ιλ.· [[τρέπω]] ἐς φυγήν, σε Ευρ.· ομοίως στον Μέσ. αόρ., [[απομακρύνω]] κάποιον εχθρό από εμένα, σε Ξεν. — Παθ., τρέπομαι σε [[φυγή]], [[ηττώμαι]], σε Αισχύλ., Ξεν. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., ἐς φυγὴν [[τραπέσθαι]], σε Ηρόδ., Θουκ.· επίσης αμτβ. στον Ενεργ. τύπο, <i>φύγαδ' ἔτραπε</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">IV.</b> [[αποτρέπω]], [[εμποδίζω]], [[κωλύω]], [[τρέπω]] τινὰ ἀπὸ τείχεος, στο ίδ.· [[βέλος]] ἔτραπεν [[ἄλλῃ]], στο ίδ.<br /><b class="num">V.</b> όπως το [[ἀνατρέπω]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">VI.</b> [[μετατρέπω]], [[εφαρμόζω]], [[προσαρμόζω]], [[τρέπω]] τι ἐς [[ἄλλο]] τι, σε Ηρόδ.· [[ποῦ]] τέτροφας τὰς [[ἐμβάδας]]; τί έκανες τα παπούτσια [[σου]]; σε Αριστοφ. — Παθ., <i>ποῖτρέπεται τὰ χρήματα; στον ίδ</i>. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |