Anonymous

θύρα: Difference between revisions

From LSJ
8 bytes removed ,  6 December 2022
m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);<br" to "$1 $2;<br")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> porte, <i>particul.</i><br /><b>1</b> porte de chambre <i>ou</i> de maison ; [[αἱ]] θύραι battants d'une porte, porte ; τὴν θύραν ἐπιτιθέναι <i>ou</i> προστιθέναι HDT mettre une porte ; ἐπισπᾶν XÉN tirer la porte ; ἐγκλείειν PLAT fermer la porte ; μικρὸν ἐνδοῦναι PLUT entrouvrir la porte ; [[ἐν]] θύρῃσι [[στῆναι]] OD se tenir à la porte ; [[ἔντοσθε]] θυράων OD en dedans de la porte (sur le seuil) ; θυρῶν [[ἔνδον]] SOPH à l'intérieur de la maison ; ἐπὶ ταῖς θύραις τινὸς βαδίζειν, [[ἰέναι]], φοιτᾶν venir sans cesse à la porte de qqn, fréquenter sa maison ; ἐπὶ ταῖς θύραις τῆς Ἑλλάδος [[εἶναι]] XÉN être aux portes, <i>càd</i> dans le voisinage de la Grèce ; περὶ θύρας [[εἶναι]] PLUT rôder aux portes;<br /><b>2</b> <i>rar.</i> porte de ville (<i>d'ord. πύλαι</i>);<br /><b>3</b> <i>au plur.</i> [[αἱ]] [[τοῦ]] βασιλέως θύραι porte du palais des rois de Perse, <i>d'où</i> ce palais même (<i>cf. la Sublime Porte</i>) ; <i>abs.</i> ἐπὶ [[τὰς]] θύρας (φοιτᾶν) XÉN fréquenter la cour;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> <b>1</b> [[portière de voiture]];<br /><b>2</b> [[entrée d'une grotte]];<br /><b>3</b> [[θύρη]] καταπακτή trappe;<br /><b>4</b> planche ; assemblage de planches, <i>particul.</i> radeau ; [[αἱ]] θύραι palissade.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> fores.
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> porte, <i>particul.</i><br /><b>1</b> porte de chambre <i>ou</i> de maison ; [[αἱ]] θύραι battants d'une porte, porte ; τὴν θύραν ἐπιτιθέναι <i>ou</i> προστιθέναι HDT mettre une porte ; ἐπισπᾶν XÉN tirer la porte ; ἐγκλείειν PLAT fermer la porte ; μικρὸν ἐνδοῦναι PLUT entrouvrir la porte ; [[ἐν]] θύρῃσι [[στῆναι]] OD se tenir à la porte ; [[ἔντοσθε]] θυράων OD en dedans de la porte (sur le seuil) ; θυρῶν [[ἔνδον]] SOPH à l'intérieur de la maison ; ἐπὶ ταῖς θύραις τινὸς βαδίζειν, [[ἰέναι]], φοιτᾶν venir sans cesse à la porte de qqn, fréquenter sa maison ; ἐπὶ ταῖς θύραις τῆς Ἑλλάδος [[εἶναι]] XÉN être aux portes, <i>càd</i> dans le voisinage de la Grèce ; περὶ θύρας [[εἶναι]] PLUT rôder aux portes;<br /><b>2</b> <i>rar.</i> porte de ville (<i>d'ord. πύλαι</i>);<br /><b>3</b> <i>au plur.</i> [[αἱ]] [[τοῦ]] βασιλέως θύραι porte du palais des rois de Perse, <i>d'où</i> ce palais même (<i>cf. la Sublime Porte</i>) ; <i>abs.</i> ἐπὶ τὰς θύρας (φοιτᾶν) XÉN fréquenter la cour;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> <b>1</b> [[portière de voiture]];<br /><b>2</b> [[entrée d'une grotte]];<br /><b>3</b> [[θύρη]] καταπακτή trappe;<br /><b>4</b> planche ; assemblage de planches, <i>particul.</i> radeau ; [[αἱ]] θύραι palissade.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> fores.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θύρα:''' [ῠ], Ιων. [[θύρη]], ἡ, Ιων. γεν. πληθ. <i>θυρέων</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> πόρτα, σε Όμηρ., [[κυρίως]] στον πληθ. διπλές ή αναδιπλούμενες (δίφυλλες) πόρτες, ολοκληρωμένη [[έκφραση]], <i>δικλίδες θύραι</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>θύρην ἐπιτιθέναι</i>, [[βάζω]] στην πόρτα, αντίθ. προς το <i>ἀνακλίνειν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, <i>τὴν θύραν προστιθέναι</i>, σε Ηρόδ.· <i>ἐπισπάσαι</i>, σε Ξεν.· <i>θύραν κόπτειν</i>, <i>πατάσσειν</i>, <i>κρούειν</i>, Λατ. januam pulsare, [[χτυπώ]], [[κρούω]] την πόρτα, σε Αριστοφ., Πλάτ.· μεταφ., <i>ἐπὶ ταῖς θύραις</i>, στην πόρτα, δηλ. κοντά, εδώ δίπλα, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> από το Ανατολικό [[έθιμο]] της παραλαβής αιτήσεων στην [[πύλη]], το <i>αἱτοῦ βασιλέως θύραι</i> έγινε [[έκφραση]], <i>βασιλέως θύραις παιδεύονται</i>, εκπαιδεύονται στα ανάκτορα, στον ίδ. αἱ ἐπὶ [[τὰς]] θύρας φοιτήσεις, σύχναζαν στα ανάκτορα, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> παροιμ., <i>γλώσσῃ θύραι οὐκ ἐπίκεινται</i> (πρβλ. [[ἀθυρόστομος]]), σε Θεόγν.· <i>ἐπὶ θύραις τὴν ὑδρίαν</i>, [[σπάζω]] το [[λαγήνι]] στην πόρτα = τον [[κουβαλώ]] ως την πόρτα [[αλλά]] δεν [[κατορθώνω]] να τον [[φέρω]] σώο μέσα στο [[σπίτι]], «έφτασε στην [[πηγή]] [[αλλά]] δεν ήπιε [[νερό]]», σε Αριστ.<br /><b class="num">4.</b> [[θύρα]] άμαξας, σε Ξεν. <b>5. α)</b> [[θύρη]] [[καταπακτή]], πόρτα καταπακτής, σε Ηρόδ. <b>β)</b> [[κατασκεύασμα]] από σανίδες, <i>φραξάμενοι τὴν ἀκρόπολιν θύρῃσί τε καὶ ξύλοις</i>, με σανίδες και ξύλα, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[είσοδος]], όπως σε [[σπήλαιο]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''θύρα:''' [ῠ], Ιων. [[θύρη]], ἡ, Ιων. γεν. πληθ. <i>θυρέων</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> πόρτα, σε Όμηρ., [[κυρίως]] στον πληθ. διπλές ή αναδιπλούμενες (δίφυλλες) πόρτες, ολοκληρωμένη [[έκφραση]], <i>δικλίδες θύραι</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>θύρην ἐπιτιθέναι</i>, [[βάζω]] στην πόρτα, αντίθ. προς το <i>ἀνακλίνειν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, <i>τὴν θύραν προστιθέναι</i>, σε Ηρόδ.· <i>ἐπισπάσαι</i>, σε Ξεν.· <i>θύραν κόπτειν</i>, <i>πατάσσειν</i>, <i>κρούειν</i>, Λατ. januam pulsare, [[χτυπώ]], [[κρούω]] την πόρτα, σε Αριστοφ., Πλάτ.· μεταφ., <i>ἐπὶ ταῖς θύραις</i>, στην πόρτα, δηλ. κοντά, εδώ δίπλα, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> από το Ανατολικό [[έθιμο]] της παραλαβής αιτήσεων στην [[πύλη]], το <i>αἱτοῦ βασιλέως θύραι</i> έγινε [[έκφραση]], <i>βασιλέως θύραις παιδεύονται</i>, εκπαιδεύονται στα ανάκτορα, στον ίδ. αἱ ἐπὶ τὰς θύρας φοιτήσεις, σύχναζαν στα ανάκτορα, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> παροιμ., <i>γλώσσῃ θύραι οὐκ ἐπίκεινται</i> (πρβλ. [[ἀθυρόστομος]]), σε Θεόγν.· <i>ἐπὶ θύραις τὴν ὑδρίαν</i>, [[σπάζω]] το [[λαγήνι]] στην πόρτα = τον [[κουβαλώ]] ως την πόρτα [[αλλά]] δεν [[κατορθώνω]] να τον [[φέρω]] σώο μέσα στο [[σπίτι]], «έφτασε στην [[πηγή]] [[αλλά]] δεν ήπιε [[νερό]]», σε Αριστ.<br /><b class="num">4.</b> [[θύρα]] άμαξας, σε Ξεν. <b>5. α)</b> [[θύρη]] [[καταπακτή]], πόρτα καταπακτής, σε Ηρόδ. <b>β)</b> [[κατασκεύασμα]] από σανίδες, <i>φραξάμενοι τὴν ἀκρόπολιν θύρῃσί τε καὶ ξύλοις</i>, με σανίδες και ξύλα, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[είσοδος]], όπως σε [[σπήλαιο]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{etym
{{etym