Anonymous

ἀναλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);" to "$1 $2, $3, $4;")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αναλαμβάνω]], [[παίρνω]] στα χέρια μου, σε Ηρόδ.· [[παραλαμβάνω]] στο [[πλοίο]], στον ίδ., Θουκ.· γενικά, [[λαμβάνω]] για τον εαυτό μου, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]], με σκοπό την [[εξέταση]] ή τη [[μελέτη]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[αναλαμβάνω]], [[αναδέχομαι]], <i>τὴν προξενίαν</i>, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> Μέσ., [[αποδέχομαι]], [[αναλαμβάνω]], δεσμεύομαι, <i>κίνδυνον</i>, <i>μάχην</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">5.</b> [[μαθαίνω]] εκ [[πείρας]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανακτώ]], ξανακερδίζω, [[παίρνω]] [[πίσω]], τὴν [[ἀρχήν]], σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[αποκαθιστώ]], [[επανορθώνω]], κάνω καλό, <i>τὴν αἰτίην</i>, σε Ηρόδ.· <i>ἁμαρτίαν</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[επιδιορθώνω]], [[επανορθώνω]], σε Ηρόδ.· <i>ἀν. ἑαυτόν</i>, [[ανακτώ]] [[δύναμη]], [[ξαναζωντανεύω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> [[ανακεφαλαιώνω]], [[συνοψίζω]], <i>τὸν λόγον</i>, σε Ηρόδ., Πλάτ.· [[ενθυμούμαι]], [[συναθροίζω]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">III.</b> [[σταματώ]], [[αναχαιτίζω]] [[άλογο]], σε Ξεν.· ἀν. [[τὰς]] [[κύνας]], τους [[ανακαλώ]], στον ίδ.<br /><b class="num">IV.</b> [[αποκτώ]] την [[εύνοια]] κάποιου, τον «[[κερδίζω]]», σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀναλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αναλαμβάνω]], [[παίρνω]] στα χέρια μου, σε Ηρόδ.· [[παραλαμβάνω]] στο [[πλοίο]], στον ίδ., Θουκ.· γενικά, [[λαμβάνω]] για τον εαυτό μου, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]], με σκοπό την [[εξέταση]] ή τη [[μελέτη]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[αναλαμβάνω]], [[αναδέχομαι]], <i>τὴν προξενίαν</i>, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> Μέσ., [[αποδέχομαι]], [[αναλαμβάνω]], δεσμεύομαι, <i>κίνδυνον</i>, <i>μάχην</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">5.</b> [[μαθαίνω]] εκ [[πείρας]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανακτώ]], ξανακερδίζω, [[παίρνω]] [[πίσω]], τὴν [[ἀρχήν]], σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[αποκαθιστώ]], [[επανορθώνω]], κάνω καλό, <i>τὴν αἰτίην</i>, σε Ηρόδ.· <i>ἁμαρτίαν</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[επιδιορθώνω]], [[επανορθώνω]], σε Ηρόδ.· <i>ἀν. ἑαυτόν</i>, [[ανακτώ]] [[δύναμη]], [[ξαναζωντανεύω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> [[ανακεφαλαιώνω]], [[συνοψίζω]], <i>τὸν λόγον</i>, σε Ηρόδ., Πλάτ.· [[ενθυμούμαι]], [[συναθροίζω]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">III.</b> [[σταματώ]], [[αναχαιτίζω]] [[άλογο]], σε Ξεν.· ἀν. τὰς [[κύνας]], τους [[ανακαλώ]], στον ίδ.<br /><b class="num">IV.</b> [[αποκτώ]] την [[εύνοια]] κάποιου, τον «[[κερδίζω]]», σε Αριστοφ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj