Anonymous

κατατέμνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> κατατεμῶ, <i>ao.2</i> κατέταμον;<br /><b>1</b> couper en morceaux : [[κρέα]] AR de la viande ; τελαμῶσι κατατετμημένοισι HDT avec des bandes régulièrement coupées ; <i>Pass.</i> τὸ [[ἄστυ]] κατατέτμηται [[τὰς]] ὁδοὺς ἰθείας HDT la ville est découpée en rues droites;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> tailler en pièces, déchirer : ἑαυτόν XÉN se déchirer ; τὴν κεφαλήν ESCHN déchirer la tête ; faire périr, tuer;<br /><b>3</b> ouvrir une tranchée : τάφρους ἐπὶ τὴν χώραν XÉN creuser des fossés à travers le pays.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[τέμνω]].
|btext=<i>f.</i> κατατεμῶ, <i>ao.2</i> κατέταμον;<br /><b>1</b> couper en morceaux : [[κρέα]] AR de la viande ; τελαμῶσι κατατετμημένοισι HDT avec des bandes régulièrement coupées ; <i>Pass.</i> τὸ [[ἄστυ]] κατατέτμηται τὰς ὁδοὺς ἰθείας HDT la ville est découpée en rues droites;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> tailler en pièces, déchirer : ἑαυτόν XÉN se déchirer ; τὴν κεφαλήν ESCHN déchirer la tête ; faire périr, tuer;<br /><b>3</b> ouvrir une tranchée : τάφρους ἐπὶ τὴν χώραν XÉN creuser des fossés à travers le pays.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[τέμνω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατατέμνω:''' μέλ. <i>-τεμῶ</i>, αόρ. βʹ <i>-κατέτᾰμον</i>· [[κόβω]] σε κομμάτια, [[κομματιάζω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ευρ. — Παθ., <i>τελαμῶσι κατατετμημένοις</i>, με συνηθισμένους κομμένους επιδέσμους, σε Ηρόδ.· <i>[[σπλάγχνα]] κατατετμημένα</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> <i>κ. χώρην ἐς διώρυχας</i>, [[κατακόπτω]] αυτήν με τάφρους και διώρυγες, σε Ηρόδ.· <i>κατετέτμηντο τάφροι ἐπὶ τὴν χώραν</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> με [[διπλή]] αιτ., <i>κ. τινὰ καττύματα</i>, κόβοντάς τον σε λωρίδες, σε Αριστοφ. — Παθ., <i>κατατμηθείην λέπαδνα</i>, [[μακάρι]] να [[κοπώ]] σε κομμάτια, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> <i>κ. τὸν Πειραιᾶ</i>, τον ρυμοτόμησε, τον χώρισε βάσει σχεδίου ανοικοδόμησης, σε Αριστ. — Παθ., ἡ [[πόλις]] κατατέτμηται [[τὰς]] ὁδοὺς ἰθείας, έχει τραβηγμένες τις [[οδούς]] της σε [[ευθεία]] [[διάταξη]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">5.</b> [[κόβω]] σε [[βάθος]], [[ανοίγω]] στη γη, <i>κατετέτμηντο τάφροι</i>, υπήρχαν κομμένα χαντάκια, σε Ξεν.
|lsmtext='''κατατέμνω:''' μέλ. <i>-τεμῶ</i>, αόρ. βʹ <i>-κατέτᾰμον</i>· [[κόβω]] σε κομμάτια, [[κομματιάζω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ευρ. — Παθ., <i>τελαμῶσι κατατετμημένοις</i>, με συνηθισμένους κομμένους επιδέσμους, σε Ηρόδ.· <i>[[σπλάγχνα]] κατατετμημένα</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> <i>κ. χώρην ἐς διώρυχας</i>, [[κατακόπτω]] αυτήν με τάφρους και διώρυγες, σε Ηρόδ.· <i>κατετέτμηντο τάφροι ἐπὶ τὴν χώραν</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> με [[διπλή]] αιτ., <i>κ. τινὰ καττύματα</i>, κόβοντάς τον σε λωρίδες, σε Αριστοφ. — Παθ., <i>κατατμηθείην λέπαδνα</i>, [[μακάρι]] να [[κοπώ]] σε κομμάτια, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> <i>κ. τὸν Πειραιᾶ</i>, τον ρυμοτόμησε, τον χώρισε βάσει σχεδίου ανοικοδόμησης, σε Αριστ. — Παθ., ἡ [[πόλις]] κατατέτμηται τὰς ὁδοὺς ἰθείας, έχει τραβηγμένες τις [[οδούς]] της σε [[ευθεία]] [[διάταξη]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">5.</b> [[κόβω]] σε [[βάθος]], [[ανοίγω]] στη γη, <i>κατετέτμηντο τάφροι</i>, υπήρχαν κομμένα χαντάκια, σε Ξεν.
}}
}}
{{ls
{{ls