ἀναμετρέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναμετρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> ξαναμετρώ το δρόμο από τον οποίο διήλθα, [[ανατρέχω]] τα βήματά μου σε κάποιο [[μέρος]], [[ὄφρα]] ἀναμετρήσαιμι Χάρυβδιν, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ανακεφαλαιώνω]], σε Ευρ., στην Μέσ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ξαναμετρώ, [[μετρώ]] προσεκτικά, [[παίρνω]] [[μέτρα]] για, <i>τι</i>, σε Ηρόδ.· <i>ἀν. ἑαυτόν</i>, σε Αριστοφ. — Μέσ., ἀνεμετρησάμην φρένας [[τὰς]] σάς, μέτρησε, υπολόγισε το [[μυαλό]] [[σου]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> ἀναμετρεῖσθαι [[δάκρυ]] εἴς τινα, [[μετρώ]] (δηλ. [[αποπληρώνω]]) σ' αυτόν [[φόρο]] δακρύων, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀναμετρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> ξαναμετρώ το δρόμο από τον οποίο διήλθα, [[ανατρέχω]] τα βήματά μου σε κάποιο [[μέρος]], [[ὄφρα]] ἀναμετρήσαιμι Χάρυβδιν, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ανακεφαλαιώνω]], σε Ευρ., στην Μέσ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ξαναμετρώ, [[μετρώ]] προσεκτικά, [[παίρνω]] [[μέτρα]] για, <i>τι</i>, σε Ηρόδ.· <i>ἀν. ἑαυτόν</i>, σε Αριστοφ. — Μέσ., ἀνεμετρησάμην φρένας τὰς σάς, μέτρησε, υπολόγισε το [[μυαλό]] [[σου]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> ἀναμετρεῖσθαι [[δάκρυ]] εἴς τινα, [[μετρώ]] (δηλ. [[αποπληρώνω]]) σ' αυτόν [[φόρο]] δακρύων, στον ίδ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to re-[[measure]] the [[road]] one came by, [[retrace]] one's steps to a [[place]], [[ὄφρα]] ἀναμετρήσαιμι Χάρυβδιν Od.<br /><b class="num">2.</b> to [[recapitulate]], Eur., in Mid.<br /><b class="num">II.</b> to [[measure]] [[over]] [[again]], to [[measure]] [[carefully]], [[take]] the [[measure]] of, τι Hdt.; ἀν. ἑαυτόν Ar.:—Mid., ἀνεμετρησάμην φρένας τὰς σάς took the [[measure]] of thy [[mind]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> ἀναμετρεῖσθαι [[δάκρυ]] εἴς τινα to [[measure]] out (i. e. pay) to him the [[tribute]] of a [[tear]], Eur.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to re-[[measure]] the [[road]] one came by, [[retrace]] one's steps to a [[place]], [[ὄφρα]] ἀναμετρήσαιμι Χάρυβδιν Od.<br /><b class="num">2.</b> to [[recapitulate]], Eur., in Mid.<br /><b class="num">II.</b> to [[measure]] [[over]] [[again]], to [[measure]] [[carefully]], [[take]] the [[measure]] of, τι Hdt.; ἀν. ἑαυτόν Ar.:—Mid., ἀνεμετρησάμην φρένας τὰς σάς took the [[measure]] of thy [[mind]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> ἀναμετρεῖσθαι [[δάκρυ]] εἴς τινα to [[measure]] out (i. e. pay) to him the [[tribute]] of a [[tear]], Eur.
}}
}}