Anonymous

ἱλάσκομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
m (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext.*}}\n)({{.*}}\n)({{ntsuppl.*}})" to "$1$3 $2")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱλάσκομαι:''' [ῑ], μέλ. ἱλάσομαι [ᾰ], Επικ. [[ἱλάσσομαι]]· αόρ. αʹ <i>ἱλᾰσάμην</i>, Επικ. βʹ ενικ. υποτ. [[ἱλάσσεαι]], αποθ. ([[ἵλαος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[εξιλεώνω]], καταπραΰνω, [[κατευνάζω]], <i>θεὸν ἱλάσκεσθαι</i>, [[κερδίζω]] την εύνοιά του, σε Όμηρ.· <i>μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· ὄφρ' [[ἡμῖν]] ἑκάεργον [[ἱλάσσεαι]], στο ίδ.· ομοίως, λέγεται για ανθρώπους, τους οποίους επιθυμεί [[κανείς]] να εξευμενίσει [[μετά]] θάνατον με θεϊκές τιμές, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> σε Καινή Διαθήκη, [[εξιλεώνω]], ἱλάσκεσθαι [[τὰς]] ἁμαρτίας·<br /><b class="num">III.</b> σε Καινή Διαθήκη, επίσης, προστ. Παθ. αορ. <i>ἱλάσθητι</i>, συγχώρεσε, να είσαι [[ευνοϊκός]], [[σπλαχνικός]], [[ελεήμων]].
|lsmtext='''ἱλάσκομαι:''' [ῑ], μέλ. ἱλάσομαι [ᾰ], Επικ. [[ἱλάσσομαι]]· αόρ. αʹ <i>ἱλᾰσάμην</i>, Επικ. βʹ ενικ. υποτ. [[ἱλάσσεαι]], αποθ. ([[ἵλαος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[εξιλεώνω]], καταπραΰνω, [[κατευνάζω]], <i>θεὸν ἱλάσκεσθαι</i>, [[κερδίζω]] την εύνοιά του, σε Όμηρ.· <i>μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· ὄφρ' [[ἡμῖν]] ἑκάεργον [[ἱλάσσεαι]], στο ίδ.· ομοίως, λέγεται για ανθρώπους, τους οποίους επιθυμεί [[κανείς]] να εξευμενίσει [[μετά]] θάνατον με θεϊκές τιμές, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> σε Καινή Διαθήκη, [[εξιλεώνω]], ἱλάσκεσθαι τὰς ἁμαρτίας·<br /><b class="num">III.</b> σε Καινή Διαθήκη, επίσης, προστ. Παθ. αορ. <i>ἱλάσθητι</i>, συγχώρεσε, να είσαι [[ευνοϊκός]], [[σπλαχνικός]], [[ελεήμων]].
}}
}}
{{etym
{{etym