Anonymous

ἱλάσκομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext.*}}\n)({{.*}}\n)({{ntsuppl.*}})" to "$1$3 $2"
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext.*}}\n)({{.*}}\n)({{ntsuppl.*}})" to "$1$3 $2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἱλάσομαι, <i>ao.</i> ἱλασάμην, <i>pf. inus.</i><br />se rendre favorable, apaiser : ἱ. τινι, qqn ; ἱ. τινά τινι, se concilier qqn au moyen de qch ; ἱλ. τὴν ὀργήν τινος PLUT apaiser la colère de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἵλαος]], cf. *ἵλημι.
|btext=<i>f.</i> ἱλάσομαι, <i>ao.</i> ἱλασάμην, <i>pf. inus.</i><br />se rendre favorable, apaiser : ἱ. τινι, qqn ; ἱ. τινά τινι, se concilier qqn au moyen de qch ; ἱλ. τὴν ὀργήν τινος PLUT apaiser la colère de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἵλαος]], cf. *ἵλημι.
}}
{{ntsuppl
|ntstxt=expier (les péchés) ; prendre pitié
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 48: Line 51:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἐξιλεώνω]], [[ἐξαγνίζω]]). Ἀπό ἀρχικό [[θέμα]] σι-σλα + [[πρόσφυμα]] σκ + ομαι → σι-σλασκ-ομαι καί μέ [[τροπή]] τοῦ πρώτου σ σέ δασεία καί ἐξαφάνιση τοῦ δευτέρου → [[ἱλάσκομαι]]. Παράγωγα ἀπό τήν ἴδια ρίζα: [[ἵλαος]] (=[[εὐμενής]]), καί [[ἵλεως]], [[ἐξιλέωσις]], [[ἱλαρός]], [[ἱλαρότης]], ἱλαρῶ, [[ἵλασμα]], [[ἱλασμός]], [[ἐξίλασμα]], [[ἐξιλασμός]], [[ἱλαστήριος]], ἱλαστήριον, ἐξιλαστήριον, [[ἱλαστής]], ἱλάσι-μος, [[ἐξιλαστέον]].
|mantxt=(=[[ἐξιλεώνω]], [[ἐξαγνίζω]]). Ἀπό ἀρχικό [[θέμα]] σι-σλα + [[πρόσφυμα]] σκ + ομαι → σι-σλασκ-ομαι καί μέ [[τροπή]] τοῦ πρώτου σ σέ δασεία καί ἐξαφάνιση τοῦ δευτέρου → [[ἱλάσκομαι]]. Παράγωγα ἀπό τήν ἴδια ρίζα: [[ἵλαος]] (=[[εὐμενής]]), καί [[ἵλεως]], [[ἐξιλέωσις]], [[ἱλαρός]], [[ἱλαρότης]], ἱλαρῶ, [[ἵλασμα]], [[ἱλασμός]], [[ἐξίλασμα]], [[ἐξιλασμός]], [[ἱλαστήριος]], ἱλαστήριον, ἐξιλαστήριον, [[ἱλαστής]], ἱλάσι-μος, [[ἐξιλαστέον]].
}}
{{ntsuppl
|ntstxt=expier (les péchés) ; prendre pitié
}}
}}