Anonymous

ἰάπτω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἰάψω;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> jeter : κατὰ [[χρόα]] (<i>s.e.</i> [[τὰς]] χεῖρας) OD jeter ses mains sur son corps, <i>càd</i> se déchirer la chair de ses mains ; [[πρόσθε]] πυλᾶν κεφαλὰν ἰ. ESCHL se briser <i>litt.</i> se jeter la tête contre les portes;<br /><b>2</b> lancer, envoyer : ἰ. βέλη [[εἴς]] τινα ESCHL, [[ἐπί]] τινι ESCHL lancer des traits contre qqn ; ἰ. ὀρχήματα SOPH commencer les danses;<br /><b>3</b> poursuivre, atteindre, blesser, acc. ; <i>fig.</i> λόγοις ἰ. τινά SOPH déchirer qqn par de mauvaises paroles;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> s'élancer, se précipiter.<br />'''Étymologie:''' R. Ἰαπ, développ. de la R. Ἰa, aller.
|btext=<i>f.</i> ἰάψω;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> jeter : κατὰ [[χρόα]] (<i>s.e.</i> τὰς χεῖρας) OD jeter ses mains sur son corps, <i>càd</i> se déchirer la chair de ses mains ; [[πρόσθε]] πυλᾶν κεφαλὰν ἰ. ESCHL se briser <i>litt.</i> se jeter la tête contre les portes;<br /><b>2</b> lancer, envoyer : ἰ. βέλη [[εἴς]] τινα ESCHL, [[ἐπί]] τινι ESCHL lancer des traits contre qqn ; ἰ. ὀρχήματα SOPH commencer les danses;<br /><b>3</b> poursuivre, atteindre, blesser, acc. ; <i>fig.</i> λόγοις ἰ. τινά SOPH déchirer qqn par de mauvaises paroles;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> s'élancer, se précipiter.<br />'''Étymologie:''' R. Ἰαπ, développ. de la R. Ἰa, aller.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[πέμπω]], [[στέλνω]], [[ρίχνω]], σε Όμηρ.· κατὰ [[χρόα]] ἰάπτειν (ενν. [[τὰς]] χεῖρας), εκτείνουν τα χέρια έναντια στο [[σώμα]], δηλ. χτυπούν το [[στήθος]] από [[λύπη]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για βλήματα, [[εξακοντίζω]], [[ρίπτω]], [[εξαπολύω]], σε Αισχύλ.· <i>ἰάπτειν ὀρχήματα</i>, [[ξεκινώ]] το χορό, την όρχηση, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσβάλλω]] με τα [[λόγια]], επιτίθεμαι, [[πλήττω]], στον ίδ.· [[τραυματίζω]], ἰάπτειν τινὰ ἐς [[ὀστέον]] [[ἄχρις]], σε Θεόκρ. — Παθ., ἰάπτομαι ἄλγεσιν [[ἦτορ]], σε Μόσχ.
|lsmtext='''ἰάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[πέμπω]], [[στέλνω]], [[ρίχνω]], σε Όμηρ.· κατὰ [[χρόα]] ἰάπτειν (ενν. τὰς χεῖρας), εκτείνουν τα χέρια έναντια στο [[σώμα]], δηλ. χτυπούν το [[στήθος]] από [[λύπη]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για βλήματα, [[εξακοντίζω]], [[ρίπτω]], [[εξαπολύω]], σε Αισχύλ.· <i>ἰάπτειν ὀρχήματα</i>, [[ξεκινώ]] το χορό, την όρχηση, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσβάλλω]] με τα [[λόγια]], επιτίθεμαι, [[πλήττω]], στον ίδ.· [[τραυματίζω]], ἰάπτειν τινὰ ἐς [[ὀστέον]] [[ἄχρις]], σε Θεόκρ. — Παθ., ἰάπτομαι ἄλγεσιν [[ἦτορ]], σε Μόσχ.
}}
}}
{{etym
{{etym