3,274,919
edits
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ao.</i> συνέκλεισα, <i>pf.</i> συγκέκλεικα;<br />enfermer ensemble ; <i>d'où</i><br /><b>1</b> lier étroitement ensemble : | |btext=<i>ao.</i> συνέκλεισα, <i>pf.</i> συγκέκλεικα;<br />enfermer ensemble ; <i>d'où</i><br /><b>1</b> lier étroitement ensemble : τὰς ἀσπίδας XÉN joindre étroitement les boucliers les uns aux autres, <i>càd</i> former des rangs serrés ; <i>abs.</i> συγκλῄσαντες ἀπεχώρησαν THC ils se retirèrent en rangs serrés ; τὸ [[οὐ]] ξυγκλῃσθέν THC le vide (dans l'armée) ; <i>abs.</i> fermer le passage : ἡ [[πολεμία]] ξυνέκλῃε διὰ μέσου THC le territoire ennemi fermait la route (par laquelle il fallait passer);<br /><b>2</b> fermer, clore (les paupières, la bouche, <i>etc.</i>) acc. ; <i>fig.</i> συγκεκλῃμένη πέπλοις EUR enveloppée de voiles;<br /><b>3</b> enfermer, ceindre, cerner, acc. : σ. τὴν ἐκκλησίαν [[ἐς]] τὸν Κολωνόν THC serrer, entasser l'assemblée à Colonos ; enfermer, emprisonner : θεοὺς [[τῇ]] ὕλῃ PLUT les dieux dans la matière ; <i>Pass.</i> [[λίμνη]] συγκεκληϊμένη παντόθεν οὔρεσιν HDT lac enfermé de toutes parts par des montagnes.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κλείω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγκλείω:''' μέλ. <i>-κλείσω</i>· Ιων. <i>-κληΐω</i>, μέλ. <i>-κληΐσω</i>· αρχ. Αττ. ξυγ-[[κλῄω]], μέλ. -[[κλῄσω]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>συνεκλείσθην</i>, αρχ. Αττ. <i>θυνεκλῄσθην</i>, παρακ. <i>συγκέκλειμαι</i> ή <i>-εισμαι</i>, αρχ. Αττ. <i>ξυνκέκλῃμαι</i>, Ιων. <i>συνκεκλήϊμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κλείνω]] από κοινού, [[κλειδώνω]] μαζί, [[εγκλείω]], [[περικλείω]], [[συρράπτω]], [[εσωκλείω]], [[στενοχωρώ]], σε Ηρόδ.· <i>ἐς τόπον</i>, σε Θουκ.· <i>ξυνέκλῃε διὰ μέσου</i>, τους απέκλειε και τους αναχαίτιζε, στον ίδ. — Παθ., [[λίμνη]] συγκεκληϊμένη οὔρεσι, σε Ηρόδ.· <i>συγκεκλῃμένη</i>, περικαλυμμένη, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[εμπλέκω]] και [[εξεγείρω]] σε [[μάχη]] όπως στις κονίστρες, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[κλείνω]] ερμητικά, [[σφραγίζω]], [[ὄμμα]], σε Ευρ.· | |lsmtext='''συγκλείω:''' μέλ. <i>-κλείσω</i>· Ιων. <i>-κληΐω</i>, μέλ. <i>-κληΐσω</i>· αρχ. Αττ. ξυγ-[[κλῄω]], μέλ. -[[κλῄσω]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>συνεκλείσθην</i>, αρχ. Αττ. <i>θυνεκλῄσθην</i>, παρακ. <i>συγκέκλειμαι</i> ή <i>-εισμαι</i>, αρχ. Αττ. <i>ξυνκέκλῃμαι</i>, Ιων. <i>συνκεκλήϊμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κλείνω]] από κοινού, [[κλειδώνω]] μαζί, [[εγκλείω]], [[περικλείω]], [[συρράπτω]], [[εσωκλείω]], [[στενοχωρώ]], σε Ηρόδ.· <i>ἐς τόπον</i>, σε Θουκ.· <i>ξυνέκλῃε διὰ μέσου</i>, τους απέκλειε και τους αναχαίτιζε, στον ίδ. — Παθ., [[λίμνη]] συγκεκληϊμένη οὔρεσι, σε Ηρόδ.· <i>συγκεκλῃμένη</i>, περικαλυμμένη, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[εμπλέκω]] και [[εξεγείρω]] σε [[μάχη]] όπως στις κονίστρες, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[κλείνω]] ερμητικά, [[σφραγίζω]], [[ὄμμα]], σε Ευρ.· τὰς πύλας, σε Θουκ.· απόλ., <i>σύγκλειε</i>, κλείσε ερμητικά τις πόρτες, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[συγκλείω]] τὰς ἀσπίδας, [[συμπυκνώνω]] τις ασπίδες, δηλ. [[πυκνώνω]] την [[παράταξη]] μάχης, σε Ξεν.· απόλ., [[συμπτύσσω]] τις τάξεις του στρατεύματος, σε Θουκ. — Παθ., <i>τὸ οὐ ξυγκλῃσθέν</i>, [[τμήμα]] που δεν είχε συμπτυχθεί, λέγεται για [[χάσμα]] στην [[παράταξη]] μάχης, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., είμαι [[στενά]] συνδεδεμένος, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |