Anonymous

ἀνάκειμαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
m (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext.*}}\n)({{.*}}\n)({{ntsuppl.*}})" to "$1$3 $2")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάκειμαι:''' ποιητ. ἄγ-κειμαι, μέλ. <i>-κείσομαι</i>, λειτουργεί ως Παθ. του [[ἀνατίθημι]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κείμαι]] ως [[προσφορά]] ή [[αφιέρωμα]] σε ναό, είμαι αφιερωμένος ή αφοσιωμένος, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι ορθωμένος όπως ένα [[άγαλμα]], σε Δημ., Θεόκρ.<br /><b class="num">3.</b> [[ανήκω]] ή αποδίδομαι σε κάποιον, <i>τινι</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αναφέρομαι σε κάποιο [[πρόσωπο]], εξαρτώμαι από τη θέλησή του, σε Ηρόδ.· πάντων ἀνακειμένων τοῖςἈθηναῖοις ἐς [[τὰς]] [[ναῦς]], εφόσον είχαν εναποθέσει όλη την [[τύχη]] τους στα πλοία, σε Θουκ.· [[ἐπί]] σοι [[τάδε]] πάντ' ἀνάκειται, σε Αριστοφ.· <i>σοὶ ἀνακείμεσθα</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀνάκειμαι:''' ποιητ. ἄγ-κειμαι, μέλ. <i>-κείσομαι</i>, λειτουργεί ως Παθ. του [[ἀνατίθημι]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κείμαι]] ως [[προσφορά]] ή [[αφιέρωμα]] σε ναό, είμαι αφιερωμένος ή αφοσιωμένος, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι ορθωμένος όπως ένα [[άγαλμα]], σε Δημ., Θεόκρ.<br /><b class="num">3.</b> [[ανήκω]] ή αποδίδομαι σε κάποιον, <i>τινι</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αναφέρομαι σε κάποιο [[πρόσωπο]], εξαρτώμαι από τη θέλησή του, σε Ηρόδ.· πάντων ἀνακειμένων τοῖςἈθηναῖοις ἐς τὰς [[ναῦς]], εφόσον είχαν εναποθέσει όλη την [[τύχη]] τους στα πλοία, σε Θουκ.· [[ἐπί]] σοι [[τάδε]] πάντ' ἀνάκειται, σε Αριστοφ.· <i>σοὶ ἀνακείμεσθα</i>, σε Ευρ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj