Anonymous

κατακείρω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατακείρω:''' μέλ. -[[κερῶ]],<br /><b class="num">I.</b> [[αποκόπτω]], [[ψαλιδίζω]] — Μέσ., κ. [[τὰς]] κεφαλάς, κουρεύουν τα μαλλιά τους [[μέχρι]] το [[δέρμα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[αποκόπτω]], [[καταστρέφω]], [[ερημώνω]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''κατακείρω:''' μέλ. -[[κερῶ]],<br /><b class="num">I.</b> [[αποκόπτω]], [[ψαλιδίζω]] — Μέσ., κ. τὰς κεφαλάς, κουρεύουν τα μαλλιά τους [[μέχρι]] το [[δέρμα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[αποκόπτω]], [[καταστρέφω]], [[ερημώνω]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{elru