κατακείρω
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
fut. -κερῶ (v. infr.),
A shear, clip close, τὸν πώγωνα Plu.2.52c (Pass.): Com., ὁ κουρεὺς… ὑπὸ τῆς ὑπήνης κατακερεῖ τὴν εἰσφοράν Eup.278:—Med., κ. τὰς κεφαλάς crop their heads close, Hdt.1.82.
II in Hom. only metaph., cut away, waste, βίοτον κατακείρετε πολλόν Od.4.686; ὅτι μοι κατεκείρετε οἶκον 22.36; μῆλα δ' ἅ μοι μνηστῆρες… κατέκειραν 23.356.
German (Pape)
[Seite 1352] abscheeren, abschneiden; κατακείρεται ὁ πώγων Plut. discr. adul. et amic. 9. – Gew. übertr., verzehren, aufreiben, βίοτον, οἶκον, μῆλα, Od. 4, 686. 22, 36. 23, 356.
French (Bailly abrégé)
1 tondre, raser;
2 dilapider, piller, dévaster, acc.;
Moy. κατακείρομαι tondre ou raser.
Étymologie: κατά, κείρω.
English (Autenrieth)
shear down, hence waste, consume. (Od.)
Greek Monolingual
κατακείρω (Α)
1. αποκόπτω
2. κατακόπτω, σπαταλώ, ερημώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κείρω «κόβω, κουρεύω»].
Greek Monotonic
κατακείρω: μέλ. -κερῶ,
I. αποκόπτω, ψαλιδίζω — Μέσ., κ. τὰς κεφαλάς, κουρεύουν τα μαλλιά τους μέχρι το δέρμα, σε Ηρόδ.
II. μεταφ., αποκόπτω, καταστρέφω, ερημώνω, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
κατακείρω:
1 состригать, стричь (sc. τὸν πώγωνα Plut.);
2 обстригать, стричь наголо (τὰς κεφαλάς Her.);
3 расточать, разорять (βίοτον πολλόν, οἶκον Hom.);
4 истреблять (μῆλα Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-κείρω afknippen, scheren; med.: κατακειράμενοι τὰς κεφαλάς na zich het hoofd kaalgeschoren te hebben Hdt. 1.82.7. overdr. alleen in Hom. opmaken, plunderen:. βίοτον κατακείρετε πολλόν jullie maken het rijke bezit op Od. 4.686; μοι κατακείρετε οἶκον jullie hebben mijn huis geplunderd Od. 22.36.
Middle Liddell
fut. -κερῶ
I. to shear off:—Mid., κ. τὰς κεφαλάς to crop their heads close, Hdt.
II. metaph. to cut away, destroy, squander, Od.