Anonymous

ὁμοκλή: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omokli
|Transliteration C=omokli
|Beta Code=o(moklh/
|Beta Code=o(moklh/
|Definition=ἡ, or ὀμοκλή (v. foreg., fin.), <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[threat]], [[reproof]], [[rebuke]], οἱ δὲ ἄνακτος ὑποδδείσαντες ὁ. <span class="bibl">Il.12.413</span>; χαλεπαὶ δὲ ἀνάκτων εἰσὶν ὁ. <span class="bibl">Od.17.189</span>; <b class="b3">νήκουστος ὁμοκλέων</b> deaf to [[reproaches]], <span class="bibl">Emp.137.3</span>; of the [[threatening shouts]] of an attacking enemy, μάχῃ ἔνι μεῖναι ὁμοκλήν <span class="bibl">Il.16.147</span>; of [[shouts]] addressed to horses, τοὶ δ' ὑπ' ὀμοκλῆς ῥίμφ' ἔφερον θοὸν ἅρμα <span class="bibl"><span class="title">h.Cer.</span>88</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>341</span>; of the [[sound]] of flutes, ἐν αὐλῶν παμφώνοις ὁμοκλαῖς <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>5(4).27</span>, cf. <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>57.5</span> (anap.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> in later Ep., [[onset]], [[attack]], βορέαο ὁ. <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>311</span>; of Sirius, Κυνὸς δριμεῖαν ὁ. <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>1.152</span>; of fire, ib.<span class="bibl">4.14</span>, cf. <span class="bibl">Q.S.6.614</span>, al., <span class="bibl">Man.2.374</span>. (Etym. dub.; signf. ''ΙΙ'' perhaps arose from misinterpr. of <span class="bibl">Il.16.147</span>.)</span>
|Definition=ἡ, or [[ὀμοκλή]] (v. [[ὁμοκλάω]], fin.),<br><span class="bld">A</span> [[threat]], [[reproof]], [[rebuke]], οἱ δὲ ἄνακτος ὑποδδείσαντες ὁ. Il.12.413; χαλεπαὶ δὲ ἀνάκτων εἰσὶν ὁ. Od.17.189; <b class="b3">νήκουστος ὁμοκλέων</b> deaf to [[reproaches]], Emp.137.3; of the [[threatening shouts]] of an attacking enemy, μάχῃ ἔνι μεῖναι ὁμοκλήν Il.16.147; of [[shouts]] addressed to horses, τοὶ δ' ὑπ' ὀμοκλῆς ῥίμφ' ἔφερον θοὸν ἅρμα ''h.Cer.''88, Hes.''Sc.''341; of the [[sound]] of flutes, ἐν αὐλῶν παμφώνοις ὁμοκλαῖς Pi.''I.''5(4).27, cf. A.''Fr.''57.5 (anap.).<br><span class="bld">II</span> in later Ep., [[onset]], [[attack]], βορέαο ὁ. Nic.''Th.''311; of Sirius, Κυνὸς δριμεῖαν ὁ. Opp.''H.''1.152; of fire, ib.4.14, cf. Q.S.6.614, al., Man.2.374. (Etym. dub.; signf. ''ΙΙ'' perhaps arose from misinterpr. of Il.16.147.)
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμοκλή]] και ιων. τ. ὀμοκλή, ἡ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> βοή πολλών ανθρώπων ταυτόχρονα<br /><b>2.</b> [[κραυγή]] επίπληξης ή απειλής<br /><b>3.</b> [[επίπληξη]], [[απειλή]] («χαλεπαὶ δὲ ἀνάκτων εἰσὶν ὁμοκλαί», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> (σχετικά με άλογα) δυνατή [[φωνή]] παρότρυνσης, ενθάρρυνσης<br /><b>5.</b> (για ήχο αυλών) [[συμφωνία]] («ἐν αὐλῶν παμφώνοις ὁμοκλαῑς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>6.</b> (σχετικά με άνεμο ή με [[φωτιά]]) [[ήχος]], [[θόρυβος]], βοή<br /><b>7.</b> [[έφοδος]], [[επίθεση]], [[προσβολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για σύνθ. λ., το β' συνθετικό της οποίας [[πρέπει]] να αναζητηθεί στο θ. <i>κλη</i>- της δισύλλαβης ρίζας <i>καλή</i>- του ρήματος [[καλώ]] (με μηδενισμένο το α' [[φωνήεν]] και απαθές το β' [[φωνήεν]], <b>πρβλ.</b> <i>κέ</i>-<i>κλη</i>-<i>μαι</i>, <i>κλή</i>-<i>σις</i>, <i>κλη</i>-<i>τός</i>). Ο τ. <i>ὁμοκλᾱν</i>, [[ωστόσο]], που μαρτυρείται στον Αισχύλο, γεννά προβλήματα με το μακρό ᾱ, που μπορεί να ερμηνευθεί [[είτε]] ως υπερδωρισμός [[είτε]] ως θηλυκό ενός αμάρτυρου επιθ. <i>ὁμοκλός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νεο</i>-<i>γνός</i>). Για το α' συνθετικό της λ., άλλοι, θεωρώντας τη σημ. «ταυτόχρονη [[κραυγή]] πολλών ανθρώπων» ως αρχική, το ανάγουν στο επίθ. [[ὁμός]], ενώ, κατ' άλλους, ο τ. <i>ὀμοκλή</i> (με [[ψιλή]], που θα μπορούσε να οφείλεται και σε ιωνική [[ψίλωση]]) οδηγεί στη [[σύνδεση]] του α' συνθετικού με αρχ. ινδ. <i>ama</i>- «[[δύναμη]], [[επίθεση]]» και αβεστ. <i>ama</i>- «[[δύναμη]]», [[άποψη]] που προσκρούει όμως σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
|mltxt=[[ὁμοκλή]] και ιων. τ. ὀμοκλή, ἡ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> βοή πολλών ανθρώπων ταυτόχρονα<br /><b>2.</b> [[κραυγή]] επίπληξης ή απειλής<br /><b>3.</b> [[επίπληξη]], [[απειλή]] («χαλεπαὶ δὲ ἀνάκτων εἰσὶν ὁμοκλαί», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> (σχετικά με άλογα) δυνατή [[φωνή]] παρότρυνσης, ενθάρρυνσης<br /><b>5.</b> (για ήχο αυλών) [[συμφωνία]] («ἐν αὐλῶν παμφώνοις ὁμοκλαῖς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>6.</b> (σχετικά με άνεμο ή με [[φωτιά]]) [[ήχος]], [[θόρυβος]], βοή<br /><b>7.</b> [[έφοδος]], [[επίθεση]], [[προσβολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για σύνθ. λ., το β' συνθετικό της οποίας [[πρέπει]] να αναζητηθεί στο θ. <i>κλη</i>- της δισύλλαβης ρίζας <i>καλή</i>- του ρήματος [[καλώ]] (με μηδενισμένο το α' [[φωνήεν]] και απαθές το β' [[φωνήεν]], <b>πρβλ.</b> <i>κέ</i>-<i>κλη</i>-<i>μαι</i>, <i>κλή</i>-<i>σις</i>, <i>κλη</i>-<i>τός</i>). Ο τ. <i>ὁμοκλᾱν</i>, [[ωστόσο]], που μαρτυρείται στον Αισχύλο, γεννά προβλήματα με το μακρό ᾱ, που μπορεί να ερμηνευθεί [[είτε]] ως υπερδωρισμός [[είτε]] ως θηλυκό ενός αμάρτυρου επιθ. <i>ὁμοκλός</i> ([[πρβλ]]. [[νεογνός]]). Για το α' συνθετικό της λ., άλλοι, θεωρώντας τη σημ. «ταυτόχρονη [[κραυγή]] πολλών ανθρώπων» ως αρχική, το ανάγουν στο επίθ. [[ὁμός]], ενώ, κατ' άλλους, ο τ. <i>ὀμοκλή</i> (με [[ψιλή]], που θα μπορούσε να οφείλεται και σε ιωνική [[ψίλωση]]) οδηγεί στη [[σύνδεση]] του α' συνθετικού με αρχ. ινδ. <i>ama</i>- «[[δύναμη]], [[επίθεση]]» και αβεστ. <i>ama</i>- «[[δύναμη]]», [[άποψη]] που προσκρούει όμως σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">loud (threatening, scolding) acclamation, command</b> (Hom., Hes. Sc.; also Emp. [<b class="b3">-έων</b>], Pi. [<b class="b3">-αῖς</b>], A. Fr. 57,5 = 71,5 ([[άν]])); [[attack]], [[onset]] (hell.; false duced from Π 147?).<br />Other forms: (<b class="b3">ὀ-</b>?, s.below).<br />Derivatives: Besides, prob. as denominative, the more usual <b class="b3">ὁμοκλ-άω</b>, <b class="b3">-έω</b> (<b class="b3">ὀ-</b>) in ipf. 3. sg. [[ὁμόκλα]] (Σ 156, Ω 248), 3 pl. <b class="b3">ὁμόκλ-εον</b>, 1 pl. <b class="b3">-έομεν</b> (Ο 658 a.o., ω 173), aor. [[ὁμοκλῆσαι]] (Hom., S. El. 712), iter. ipf. [[ὁμοκλήσασκε]] (Β 199) <b class="b2">to shout (threateningly), to call, to exhort, to warn</b>; from there <b class="b3">ὁμοκλη-τήρ</b>, <b class="b3">-ῆρος</b> m. [[shouter]], [[warner]] (Μ 273, Ψ 452), f. <b class="b3">-τειρα</b> (Lyc. 1337).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: As the elided [[ὑπ]]' [[ὀμοκλῆς]] (e.g. Hes. Sc. 341), [[κέκλετ]]' [[ὀμοκλήσας]] ([[varia lectio|v.l.]] Υ 365) point to orig. lenis (Wackernagel Unt. 47 A. 1), one doubted clearly already in antiquity the hard to understand connection with [[ὁμός]] etc. In <b class="b3">ὀμο-</b> Jacobsohn Phil. 67, 509ff., KZ 42, 160 n. 1, [[Χάριτες]] F. Leo (1911) 443 f. wanted to find a counterpart of Skt. <b class="b2">áma-</b> m. [[violence]], [[pressure]], [[turbulence]], Av. [[ama-]] m. <b class="b2">power (to attack), strength</b>; so <b class="b3">ὀμο-κλή</b> prop. as determinative comp. "(attack)-, cry" (?). The 2. member, in any case to [[καλέω]], can be a root-noun (Brugmann Grundr.2 II: 1,140, Risch $ 72b); but it can also be explained as an [[ā-]]abstract <b class="b3">ὀμο-κλ-ά</b> (: <b class="b3">*ὀμο-κλ-ός</b> like <b class="b3">νεο-γν-ός</b>; cf. on [[μεσόδμη]]) (Fraenkel Nom. ag. 1, 8 n. 2 with Jacobsohn [[l.c.]]), in which case the laryngeal must have been lost. For the latter interpretation pleads [[ὁμοκλάν]] in A. (s. above), as Greek as monosyll. zero grade only knows <b class="b3">κλη-</b> (s. on [[καλέω]]); an artificial Dorism (Jacobsohn as alternative) is however not excluded. -- On the variation <b class="b3">-άω</b> : <b class="b3">-έω</b> in the verb, which can be phonetic, s. Schwyzer 242, Chantraine Gramm. hom. 1, 361.
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[loud (threatening]], [[scolding) acclamation]], [[command]] (Hom., Hes. Sc.; also Emp. [<b class="b3">-έων</b>], Pi. [<b class="b3">-αῖς</b>], A. Fr. 57,5 = 71,5 ([[άν]])); [[attack]], [[onset]] (hell.; false duced from Π 147?).<br />Other forms: (<b class="b3">ὀ-</b>?, s.below).<br />Derivatives: Besides, prob. as denominative, the more usual <b class="b3">ὁμοκλ-άω</b>, <b class="b3">-έω</b> (<b class="b3">ὀ-</b>) in ipf. 3. sg. [[ὁμόκλα]] (Σ 156, Ω 248), 3 pl. <b class="b3">ὁμόκλ-εον</b>, 1 pl. <b class="b3">-έομεν</b> (Ο 658 a.o., ω 173), aor. [[ὁμοκλῆσαι]] (Hom., S. El. 712), iter. ipf. [[ὁμοκλήσασκε]] (Β 199) [[to shout (threateningly)]], [[to call]], [[to exhort, to warn]]; from there <b class="b3">ὁμοκλη-τήρ</b>, <b class="b3">-ῆρος</b> m. [[shouter]], [[warner]] (Μ 273, Ψ 452), f. <b class="b3">-τειρα</b> (Lyc. 1337).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: As the elided [[ὑπ]]' [[ὀμοκλῆς]] (e.g. Hes. Sc. 341), [[κέκλετ]]' [[ὀμοκλήσας]] ([[varia lectio|v.l.]] Υ 365) point to orig. lenis (Wackernagel Unt. 47 A. 1), one doubted clearly already in antiquity the hard to understand connection with [[ὁμός]] etc. In <b class="b3">ὀμο-</b> Jacobsohn Phil. 67, 509ff., KZ 42, 160 n. 1, [[Χάριτες]] F. Leo (1911) 443 f. wanted to find a counterpart of Skt. <b class="b2">áma-</b> m. [[violence]], [[pressure]], [[turbulence]], Av. [[ama-]] m. [[power (to attack)]], [[strength]]; so <b class="b3">ὀμο-κλή</b> prop. as determinative comp. "(attack)-, cry" (?). The 2. member, in any case to [[καλέω]], can be a root-noun (Brugmann Grundr.2 II: 1,140, Risch $ 72b); but it can also be explained as an [[ā-]]abstract <b class="b3">ὀμο-κλ-ά</b> (: <b class="b3">*ὀμο-κλ-ός</b> like <b class="b3">νεο-γν-ός</b>; cf. on [[μεσόδμη]]) (Fraenkel Nom. ag. 1, 8 n. 2 with Jacobsohn [[l.c.]]), in which case the laryngeal must have been lost. For the latter interpretation pleads [[ὁμοκλάν]] in A. (s. above), as Greek as monosyll. zero grade only knows <b class="b3">κλη-</b> (s. on [[καλέω]]); an artificial Dorism (Jacobsohn as alternative) is however not excluded. -- On the variation <b class="b3">-άω</b> : <b class="b3">-έω</b> in the verb, which can be phonetic, s. Schwyzer 242, Chantraine Gramm. hom. 1, 361.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 42: Line 42:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[κραυγή]] πολλῶν μαζί). Ἀπό τό [[ὁμοῦ]] + [[καλῶ]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[ὁμός]].
|mantxt=(=[[κραυγή]] πολλῶν μαζί). Ἀπό τό [[ὁμοῦ]] + [[καλῶ]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[ὁμός]].
}}
{{trml
|trtx====[[censure]]===
Armenian: պարսավանք, նախատինք; Old Armenian: դսրով; Bulgarian: неодобрение; Catalan: censura; Finnish: moittiminen; Galician: censura; German: [[Tadel]], [[Zurechtweisung]], [[Kritik]], [[Ermahnung]], [[Tadeln]], [[Zurechtweisen]], [[Kritisieren]], [[Ermahnen]]; Greek: [[κριτική]], [[επίκριση]], [[μομφή]]; Ancient Greek: [[ἐγκλησία]], [[ἐπηγορία]], [[ἐπίπλαξις]], [[ἐπίπληξις]], [[ἐπιτίμημα]], [[κάκισις]], [[κακισμός]], [[κατάγνωσις]], [[κατηγόρημα]], [[μέμψις]], [[μομφή]], [[μῦμαρ]], [[μῶμαρ]], [[μώμημα]], [[μώμησις]], [[μῶμος]], [[ὀνείδισμα]], [[ὄνειδος]], [[ὄνοσις]], [[ψέξις]], [[ψόγος]]; Middle English: blame; Russian: [[порицание]], [[нарекание]]; Sanskrit: निन्दा; Spanish: [[censura]]; Tagalog: pula; Tocharian B: nāki; Ukrainian: осуд, засудження; Zazaki: sansur
===[[rebuke]]===
Bulgarian: мъмрене, порицание, укор; Catalan: reprensió, esbroncada, esbronc; Chinese Czech: výčitka; Dutch: [[verwijt]], [[berisping]]; Esperanto: riproĉo; Finnish: soimaus, ankara kritiikki, haukkuminen; French: [[reproche]], [[réprimande]]; Galician: bronca; Georgian: საყვედური; German: [[Tadel]], [[Anschiss]], [[Rüge]], [[Schelte]], [[Zurechtweisung]], [[Vorhaltung]]; Greek: [[μομφή]], [[επίπληξη]], [[παρατήρηση]]; Ancient Greek: [[βλασφημία]], [[ἔνιγμα]], [[ἐνιπή]], [[ἐπικρότησις]], [[ἐπίπλαξις]], [[ἐπίπληγμα]], [[ἐπίπληξις]], [[ἐπίρρησις]], [[ἐπιτίμησις]], [[μέμψις]], [[μομφή]], [[ὁμοκλή]], [[ὄνειδος]], [[προφορά]], [[ψόγος]]; Irish: spreagadh, aifirt; Italian: [[rimbrotto]], [[reprimenda]], [[rimprovero]], [[richiamo]], [[ammonimento]], [[disappunto]], [[rampogna]]; Nepali: गाली; Persian: سرکوفت‎, عتاب‎; Polish: zbesztanie, besztanina; Portuguese: [[bronca]], [[crítica]], [[repreensão]], [[censura]]; Russian: [[выговор]], [[укор]], [[упрёк]]; Scottish Gaelic: achmhasan; Spanish: [[reproche]], [[reprensión]], [[reprimenda]], [[reprobación]], [[regañina]], [[regaño]]; Ukrainian: докір, дорікання, догана, зауваження
}}
}}