Anonymous

καθαρός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+)(<\/b>)" to "$2, $3, $4, $5")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />pur :<br /><b>1</b> sans tache, sans souillure, propre : εἵματα OD vêtements sans tache ; <i>au sens mor.</i> pur de toute souillure : [[καθαρός]] τινος (ἀδικίας, φόνου, <i>etc.</i>) ATT pur de souillure (injustice, meurtre, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> pur de tout mélange : [[ἄρτος]] HDT pain de bonne qualité, pur ; [[χρυσός]] HDT or pur ; <i>en parl. de l'eau</i> limpide ; <i>en parl. du son</i> net, pur ; [[τῶν]] Ἀθηναίων [[ὅπερ]] ἐστράτευε καθαρὸν ἐξῆλθε THC tous ceux des Athéniens qui faisaient partie de l'expédition étaient purement des citoyens, <i>càd</i> des citoyens sans mélange d'étrangers ; <i>en parl. de l'intelligence</i> καθαρὸς [[νοῦς]] XÉN esprit net;<br /><b>3</b> [[pur de toute fraude]];<br /><b>4</b> exempt d'infirmité : τὸ καθαρὸν [[τοῦ]] στρατοῦ HDT la partie valide de l'armée;<br /><b>5</b> [[nettoyé]], [[débarrassé de tout obstacle]] ; vide : [[ἐν]] καθαρῷ IL dans un espace libre ; [[ἐν]] καθαρῷ [[βῆναι]] SOPH s'avancer librement ; [[ἐν]] καθαρῷ οἰκεῖν PLAT vivre en plein air ; διὰ καθαροῦ ῥέειν HDT couler librement;<br /><i>Cp.</i> καθαρώτερος.<br />'''Étymologie:''' R. <i>skr.</i> çudh « purifier », çundhâmi « je purifie ».
|btext=ά, όν :<br />pur :<br /><b>1</b> sans tache, sans souillure, propre : εἵματα OD vêtements sans tache ; <i>au sens mor.</i> pur de toute souillure : [[καθαρός]] τινος (ἀδικίας, φόνου, <i>etc.</i>) ATT pur de souillure (injustice, meurtre, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> pur de tout mélange : [[ἄρτος]] HDT pain de bonne qualité, pur ; [[χρυσός]] HDT or pur ; <i>en parl. de l'eau</i> limpide ; <i>en parl. du son</i> net, pur ; τῶν Ἀθηναίων [[ὅπερ]] ἐστράτευε καθαρὸν ἐξῆλθε THC tous ceux des Athéniens qui faisaient partie de l'expédition étaient purement des citoyens, <i>càd</i> des citoyens sans mélange d'étrangers ; <i>en parl. de l'intelligence</i> καθαρὸς [[νοῦς]] XÉN esprit net;<br /><b>3</b> [[pur de toute fraude]];<br /><b>4</b> exempt d'infirmité : τὸ καθαρὸν [[τοῦ]] στρατοῦ HDT la partie valide de l'armée;<br /><b>5</b> [[nettoyé]], [[débarrassé de tout obstacle]] ; vide : [[ἐν]] καθαρῷ IL dans un espace libre ; [[ἐν]] καθαρῷ [[βῆναι]] SOPH s'avancer librement ; [[ἐν]] καθαρῷ οἰκεῖν PLAT vivre en plein air ; διὰ καθαροῦ ῥέειν HDT couler librement;<br /><i>Cp.</i> καθαρώτερος.<br />'''Étymologie:''' R. <i>skr.</i> çudh « purifier », çundhâmi « je purifie ».
}}
}}
{{elnl
{{elnl
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰθᾰρός:''' -ά, -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[καθαρός]] από βρωμιά, [[ακηλίδωτος]], [[αγνός]], μη [[ρυπαρός]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[καθαρός]], [[ανοιχτός]], [[ελεύθερος]], <i>ἐν καθαρῷ</i> (ενν. <i>τόπῳ</i>), σε καθαρό [[πεδίο]], σε ανοικτό [[τοπίο]], σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν καθαρῷ [[βῆναι]], [[αφήνω]] το δρόμο ανοικτό, σε Σοφ.· <i>διὰ καθαροῦ ῥέειν</i>, λέγεται για [[ποτάμι]] που η ροή του είναι καθαρή και ανοικτή, σε Ηρόδ.· τὸν ἐμποδὼν [[ἐγεγόνεε]] καθαρόν, το [[εμπόδιο]], το [[κώλυμα]] εξαλείφθηκε, στον ίδ.· με γεν., [[γλῶσσα]] καθαρὴ [[τῶν]] σημηΐων, καθαρή από σημάδια, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με [[ηθική]] [[σημασία]], [[καθαρός]] από [[ντροπή]] ή [[μίασμα]], [[αγνός]], [[καθαρός]], <i>καθαρῷ θανάτῳ</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[ιδίως]], [[καθαρός]] από ενοχές ή μολυσματικό [[μίασμα]], [[καθαρός]], [[αμόλυντος]], [[αγνός]], σε Θέογν., Αισχύλ.· <i>καθαρὸς χεῖρας</i>, σε Ηρόδ.· ομοίως επίσης, λέγεται για πρόσωπα που έχουν εξαγνιστεί [[μετά]] από [[μίασμα]], [[ἱκέτης]] προσῆλθες κ., σε Αισχύλ.· λέγεται για πράγματα, <i>βωμοί</i>, <i>θύματα</i>, <i>δόμοι</i>, <i>μέλαθρα</i>, στον ίδ., Ευρ.· με γεν., [[αθώος]] ή απαλλαγμένος από [[κατηγορία]], <i>κ. ἐγκλημάτων</i>, <i>ἀδικίας</i>, <i>κακῶν</i>, κ.λπ., το sceleris [[purus]] του Ορατ., σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> αντίθ. προς το [[θαλερός]], [[καθαρός]] από προσμίξεις, [[διαυγής]], [[αγνός]], [[γνήσιος]], χρησιμοποιείται για το [[νερό]], σε Ηρόδ., Ευρ.· ομοίως επίσης, κ. [[φάος]], [[φέγγος]], σε Πίνδ.· κ. [[ἄρτος]] [[χρυσός]], σε Ηρόδ.· [[ἀργύριον]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">5.</b> λέγεται για [[καταγωγή]], αντίθ. προς το [[ξένος]], [[καθαρός]], [[γνήσιος]], σε Πίνδ., Ευρ.· [[τῶν]] Ἀθηναίων [[ὅπερ]] ἐστράτευε καθαρὸν ἐῆλθε, δηλ. ήταν πολίτες γνήσιοι στην [[καταγωγή]], σε Θουκ.· <i>καθαρόν</i>, ειλικρινή, γνήσια [[λόγια]], στον ίδ.<br /><b class="num">6.</b> ο [[χωρίς]] [[ελάττωμα]], [[αψεγάδιαστος]], <i>τὸ καθαρὸν τοῦ στρατοῦ</i>, το άριστο, το υγιές, το καλύτερο [[κομμάτι]] του στρατεύματος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">7.</b> [[καθαρός]], [[ακριβής]], ἂν καθαραὶ [[ὦσιν]] αἱ ψῆφοι, αν οι υπολογισμοί των [[ψήφων]] είναι ακριβείς και σωστοί, σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> επίρρ., [[καθαρῶς]], σε Ησίοδ.· [[καθαρῶς]] γεγονέναι, είμαι [[καθαρόαιμος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που έχει [[καθαρά]] χέρια, [[τίμιος]], σε Θέογν., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[καθαρά]], με [[σαφήνεια]], σταράτα, απλά, <i>λέγειν</i>, σε Αριστοφ.· [[γνῶναι]], [[εἰδέναι]], στον ίδ., Πλάτ.
|lsmtext='''κᾰθᾰρός:''' -ά, -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[καθαρός]] από βρωμιά, [[ακηλίδωτος]], [[αγνός]], μη [[ρυπαρός]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[καθαρός]], [[ανοιχτός]], [[ελεύθερος]], <i>ἐν καθαρῷ</i> (ενν. <i>τόπῳ</i>), σε καθαρό [[πεδίο]], σε ανοικτό [[τοπίο]], σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν καθαρῷ [[βῆναι]], [[αφήνω]] το δρόμο ανοικτό, σε Σοφ.· <i>διὰ καθαροῦ ῥέειν</i>, λέγεται για [[ποτάμι]] που η ροή του είναι καθαρή και ανοικτή, σε Ηρόδ.· τὸν ἐμποδὼν [[ἐγεγόνεε]] καθαρόν, το [[εμπόδιο]], το [[κώλυμα]] εξαλείφθηκε, στον ίδ.· με γεν., [[γλῶσσα]] καθαρὴ τῶν σημηΐων, καθαρή από σημάδια, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με [[ηθική]] [[σημασία]], [[καθαρός]] από [[ντροπή]] ή [[μίασμα]], [[αγνός]], [[καθαρός]], <i>καθαρῷ θανάτῳ</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[ιδίως]], [[καθαρός]] από ενοχές ή μολυσματικό [[μίασμα]], [[καθαρός]], [[αμόλυντος]], [[αγνός]], σε Θέογν., Αισχύλ.· <i>καθαρὸς χεῖρας</i>, σε Ηρόδ.· ομοίως επίσης, λέγεται για πρόσωπα που έχουν εξαγνιστεί [[μετά]] από [[μίασμα]], [[ἱκέτης]] προσῆλθες κ., σε Αισχύλ.· λέγεται για πράγματα, <i>βωμοί</i>, <i>θύματα</i>, <i>δόμοι</i>, <i>μέλαθρα</i>, στον ίδ., Ευρ.· με γεν., [[αθώος]] ή απαλλαγμένος από [[κατηγορία]], <i>κ. ἐγκλημάτων</i>, <i>ἀδικίας</i>, <i>κακῶν</i>, κ.λπ., το sceleris [[purus]] του Ορατ., σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> αντίθ. προς το [[θαλερός]], [[καθαρός]] από προσμίξεις, [[διαυγής]], [[αγνός]], [[γνήσιος]], χρησιμοποιείται για το [[νερό]], σε Ηρόδ., Ευρ.· ομοίως επίσης, κ. [[φάος]], [[φέγγος]], σε Πίνδ.· κ. [[ἄρτος]] [[χρυσός]], σε Ηρόδ.· [[ἀργύριον]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">5.</b> λέγεται για [[καταγωγή]], αντίθ. προς το [[ξένος]], [[καθαρός]], [[γνήσιος]], σε Πίνδ., Ευρ.· τῶν Ἀθηναίων [[ὅπερ]] ἐστράτευε καθαρὸν ἐῆλθε, δηλ. ήταν πολίτες γνήσιοι στην [[καταγωγή]], σε Θουκ.· <i>καθαρόν</i>, ειλικρινή, γνήσια [[λόγια]], στον ίδ.<br /><b class="num">6.</b> ο [[χωρίς]] [[ελάττωμα]], [[αψεγάδιαστος]], <i>τὸ καθαρὸν τοῦ στρατοῦ</i>, το άριστο, το υγιές, το καλύτερο [[κομμάτι]] του στρατεύματος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">7.</b> [[καθαρός]], [[ακριβής]], ἂν καθαραὶ [[ὦσιν]] αἱ ψῆφοι, αν οι υπολογισμοί των [[ψήφων]] είναι ακριβείς και σωστοί, σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> επίρρ., [[καθαρῶς]], σε Ησίοδ.· [[καθαρῶς]] γεγονέναι, είμαι [[καθαρόαιμος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που έχει [[καθαρά]] χέρια, [[τίμιος]], σε Θέογν., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[καθαρά]], με [[σαφήνεια]], σταράτα, απλά, <i>λέγειν</i>, σε Αριστοφ.· [[γνῶναι]], [[εἰδέναι]], στον ίδ., Πλάτ.
}}
}}
{{ls
{{ls