Anonymous

προερέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προερέω:''' αιτ. συνηρ. -ερῶ, χρησιμ. ως μέλ. του [[προεῖπον]]· απ' όπου, παρακ. [[προείρηκα]], Παθ. <i>-ημαι</i>, αόρ. αʹ [[προερρήθην]], συνηρ. [[προὐρρήθην]]·<br /><b class="num">I.</b> [[λέγω]] εκ των προτέρων, σε Πλάτ. — Παθ., ἐκ [[τῶν]] προειρημένων, στον ίδ.· <i>τὰ προρρηθέντα</i>, στον ίδ.· <i>ταῦτά μοι προειρήσθω</i>, λέγονται με τη [[μορφή]] προοιμίου, σε Ισοκρ.<br /><b class="num">II.</b> [[διατάζω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] από [[πριν]] ή δημοσίως, <i>τινί</i>, με απαρ., σε Ηρόδ.· επίσης, [[προερέω]] τινί ὡς..., στον ίδ. — Παθ. απρόσ., <i>προείρητο αὐτοῖς μὴ ἐπιχειρεῖν</i>, δόθηκαν διαταγές σε αυτούς από [[πριν]] να μην επιτεθούν, σε Θουκ.· <i>τὸ προειρημένον</i>, [[διαταγή]] που έχει προλεχθεί, σε Ηρόδ.· [[δεῖπνον]] προειρημένον, διατεταγμένο από [[πριν]], στον ίδ.· [[πόλεμος]] προερρήθη, Λατ. [[indictus]] est, σε Ξεν.
|lsmtext='''προερέω:''' αιτ. συνηρ. -ερῶ, χρησιμ. ως μέλ. του [[προεῖπον]]· απ' όπου, παρακ. [[προείρηκα]], Παθ. <i>-ημαι</i>, αόρ. αʹ [[προερρήθην]], συνηρ. [[προὐρρήθην]]·<br /><b class="num">I.</b> [[λέγω]] εκ των προτέρων, σε Πλάτ. — Παθ., ἐκ τῶν προειρημένων, στον ίδ.· <i>τὰ προρρηθέντα</i>, στον ίδ.· <i>ταῦτά μοι προειρήσθω</i>, λέγονται με τη [[μορφή]] προοιμίου, σε Ισοκρ.<br /><b class="num">II.</b> [[διατάζω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] από [[πριν]] ή δημοσίως, <i>τινί</i>, με απαρ., σε Ηρόδ.· επίσης, [[προερέω]] τινί ὡς..., στον ίδ. — Παθ. απρόσ., <i>προείρητο αὐτοῖς μὴ ἐπιχειρεῖν</i>, δόθηκαν διαταγές σε αυτούς από [[πριν]] να μην επιτεθούν, σε Θουκ.· <i>τὸ προειρημένον</i>, [[διαταγή]] που έχει προλεχθεί, σε Ηρόδ.· [[δεῖπνον]] προειρημένον, διατεταγμένο από [[πριν]], στον ίδ.· [[πόλεμος]] προερρήθη, Λατ. [[indictus]] est, σε Ξεν.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[attic]] contr. -ερῶ [serving as fut. to [[προεῖπον]] perf. [[προείρηκα]] [[pass]]. -ημαι aor1 [[pass]]. [[προερρήθην]] contr. [[προὐρρήθην]]<br /><b class="num">I.</b> to say [[beforehand]], Plat.:—Pass., ἐκ τῶν προειρημένων Plat.; τὰ προρρηθέντα Plat.; ταῦτά μοι προειρήσθω be said by way of [[preface]], Isocr.<br /><b class="num">II.</b> to [[order]] one to do a [[thing]] [[beforehand]] or [[publicly]], τινί c. inf., Hdt.; also, πρ. τινί ὡς… Hdt.:—Pass. impers., προείρητο αὐτοῖς μὴ ἐπιχειρεῖν orders had been given them not to [[attack]], Thuc.; τὸ προειρημένον the prescribed [[implement]], Hdt.; [[δεῖπνον]] πρ. [[ordered]] [[beforehand]], Hdt.; [[πόλεμος]] προερρήθη, Lat. [[indictus]] est, Xen.
|mdlsjtxt=[[attic]] contr. -ερῶ [serving as fut. to [[προεῖπον]] perf. [[προείρηκα]] [[pass]]. -ημαι aor1 [[pass]]. [[προερρήθην]] contr. [[προὐρρήθην]]<br /><b class="num">I.</b> to say [[beforehand]], Plat.:—Pass., ἐκ τῶν προειρημένων Plat.; τὰ προρρηθέντα Plat.; ταῦτά μοι προειρήσθω be said by way of [[preface]], Isocr.<br /><b class="num">II.</b> to [[order]] one to do a [[thing]] [[beforehand]] or [[publicly]], τινί c. inf., Hdt.; also, πρ. τινί ὡς… Hdt.:—Pass. impers., προείρητο αὐτοῖς μὴ ἐπιχειρεῖν orders had been given them not to [[attack]], Thuc.; τὸ προειρημένον the prescribed [[implement]], Hdt.; [[δεῖπνον]] πρ. [[ordered]] [[beforehand]], Hdt.; [[πόλεμος]] προερρήθη, Lat. [[indictus]] est, Xen.
}}
}}