Anonymous

προερέω: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proereo
|Transliteration C=proereo
|Beta Code=proere/w
|Beta Code=proere/w
|Definition=Att. contr. προερῶ, serving as fut. to [[προεῖπον]]([[quod vide|q.v.]]): also pf. [[προείρηκα]], Pass. <b class="b3">-ημαι</b>: aor. Pass. [[προερρήθην]], contr. [[προὐρρήθην]]:— <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[say beforehand]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>292d</span>, etc.:—Pass., ἐκ τῶν προειρημένων <span class="bibl">Id.<span class="title">Phd.</span>75b</span>; κατὰ τὰ π. <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>408c</span>; <b class="b3">τοῖς π. συμφωνεῖν</b> ib.<span class="bibl">398c</span>; <b class="b3">τὰ προρρηθέντα</b> ib.<span class="bibl">619c</span>; ταῦτά μοι προειρήσθω [[be said by way of preface]], <span class="bibl">Isoc.4.14</span>, cf. <span class="bibl">5.29</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[order beforehand]] or [[publicly]], συλλέγεσθαι ἐς Σάρδις <span class="bibl">Hdt.1.77</span>,<span class="bibl">81</span>; π. τῷ στρατῷ ὡς… ἀκουστέα εἴη <span class="bibl">Id.3.61</span>:— Pass., προὐρρήθη ὅπως… <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>198e</span>; προείρητο αὐτοῖς μὴ ἐπιχειρεῖν <span class="bibl">Th.2.84</span>, cf. <span class="bibl">Antipho6.40</span>; <b class="b3">ἔχοντες τὸ προειρημένον</b> the [[prescribed]] implement, <span class="bibl">Hdt.1.126</span>; ἀπικέσθαι ἐς τὴν π. ἡμέρην <span class="bibl">Id.6.128</span>; δεῖπνον… ἐκ πολλοῦ χρόνου π. [[ordered beforehand]], <span class="bibl">Id.7.119</span>; πόλεμος προερρήθη [[was declared]], <span class="bibl">X.<span class="title">Ages.</span>1.17</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">ὀνυμαστὶ προερεῖ</b> [[will call]] him [[publicly]] by name, <span class="title">Berl.Sitzb.</span>1927.167 (Cyrene).</span>
|Definition=Att. contr. [[προερῶ]], serving as fut. to [[προεῖπον]]([[quod vide|q.v.]]): also pf. [[προείρηκα]], Pass. -ημαι: aor. Pass. [[προερρήθην]], contr. [[προὐρρήθην]]:—<br><span class="bld">A</span> [[say beforehand]], [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 292d, etc.:—Pass., ἐκ τῶν προειρημένων Id.''Phd.''75b; κατὰ τὰ π. Id.''R.''408c; <b class="b3">τοῖς π. συμφωνεῖν</b> ib.398c; <b class="b3">τὰ προρρηθέντα</b> ib.619c; ταῦτά μοι προειρήσθω [[be said by way of preface]], Isoc.4.14, cf. 5.29.<br><span class="bld">II</span> [[order beforehand]] or [[publicly]], συλλέγεσθαι ἐς Σάρδις Hdt.1.77,81; π. τῷ στρατῷ ὡς… ἀκουστέα εἴη Id.3.61:—Pass., προὐρρήθη ὅπως… [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 198e; προείρητο αὐτοῖς μὴ ἐπιχειρεῖν Th.2.84, cf. Antipho6.40; <b class="b3">ἔχοντες τὸ προειρημένον</b> the [[prescribed]] implement, Hdt.1.126; ἀπικέσθαι ἐς τὴν π. ἡμέρην Id.6.128; δεῖπνον… ἐκ πολλοῦ χρόνου π. [[ordered beforehand]], Id.7.119; πόλεμος προερρήθη [[was declared]], X.''Ages.''1.17.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">ὀνυμαστὶ προερεῖ</b> [[will call]] him [[publicly]] by name, ''Berl.Sitzb.''1927.167 (Cyrene).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προερέω Att. fut. van* προείρω.
|elnltext=προερέω Att. fut. van* προείρω.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προερέω:''' αιτ. συνηρ. -ερῶ, χρησιμ. ως μέλ. του [[προεῖπον]]· απ' όπου, παρακ. [[προείρηκα]], Παθ. <i>-ημαι</i>, αόρ. αʹ [[προερρήθην]], συνηρ. [[προὐρρήθην]]·<br /><b class="num">I.</b> [[λέγω]] εκ των προτέρων, σε Πλάτ. — Παθ., ἐκ τῶν προειρημένων, στον ίδ.· <i>τὰ προρρηθέντα</i>, στον ίδ.· <i>ταῦτά μοι προειρήσθω</i>, λέγονται με τη [[μορφή]] προοιμίου, σε Ισοκρ.<br /><b class="num">II.</b> [[διατάζω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] από [[πριν]] ή δημοσίως, <i>τινί</i>, με απαρ., σε Ηρόδ.· επίσης, [[προερέω]] τινί ὡς..., στον ίδ. — Παθ. απρόσ., <i>προείρητο αὐτοῖς μὴ ἐπιχειρεῖν</i>, δόθηκαν διαταγές σε αυτούς από [[πριν]] να μην επιτεθούν, σε Θουκ.· <i>τὸ προειρημένον</i>, [[διαταγή]] που έχει προλεχθεί, σε Ηρόδ.· [[δεῖπνον]] προειρημένον, διατεταγμένο από [[πριν]], στον ίδ.· [[πόλεμος]] προερρήθη, Λατ. [[indictus]] est, σε Ξεν.
|lsmtext='''προερέω:''' αιτ. συνηρ. -ερῶ, χρησιμ. ως μέλ. του [[προεῖπον]]· απ' όπου, παρακ. [[προείρηκα]], Παθ. <i>-ημαι</i>, αόρ. αʹ [[προερρήθην]], συνηρ. [[προὐρρήθην]]·<br /><b class="num">I.</b> [[λέγω]] εκ των προτέρων, σε Πλάτ. — Παθ., ἐκ τῶν προειρημένων, στον ίδ.· <i>τὰ προρρηθέντα</i>, στον ίδ.· <i>ταῦτά μοι προειρήσθω</i>, λέγονται με τη [[μορφή]] προοιμίου, σε Ισοκρ.<br /><b class="num">II.</b> [[διατάζω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] από [[πριν]] ή δημοσίως, <i>τινί</i>, με απαρ., σε Ηρόδ.· επίσης, [[προερέω]] τινί ὡς..., στον ίδ. — Παθ. απρόσ., <i>προείρητο αὐτοῖς μὴ ἐπιχειρεῖν</i>, δόθηκαν διαταγές σε αυτούς από [[πριν]] να μην επιτεθούν, σε Θουκ.· <i>τὸ προειρημένον</i>, [[διαταγή]] που έχει προλεχθεί, σε Ηρόδ.· [[δεῖπνον]] προειρημένον, διατεταγμένο από [[πριν]], στον ίδ.· [[πόλεμος]] προερρήθη, Λατ. [[indictus]] est, σε Ξεν.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[attic]] contr. -ερῶ [serving as fut. to [[προεῖπον]] perf. [[προείρηκα]] [[pass]]. -ημαι aor1 [[pass]]. [[προερρήθην]] contr. [[προὐρρήθην]]<br /><b class="num">I.</b> to say [[beforehand]], Plat.:—Pass., ἐκ τῶν προειρημένων Plat.; τὰ προρρηθέντα Plat.; ταῦτά μοι προειρήσθω be said by way of [[preface]], Isocr.<br /><b class="num">II.</b> to [[order]] one to do a [[thing]] [[beforehand]] or [[publicly]], τινί c. inf., Hdt.; also, πρ. τινί ὡς… Hdt.:—Pass. impers., προείρητο αὐτοῖς μὴ ἐπιχειρεῖν orders had been given them not to [[attack]], Thuc.; τὸ προειρημένον the prescribed [[implement]], Hdt.; [[δεῖπνον]] πρ. [[ordered]] [[beforehand]], Hdt.; [[πόλεμος]] προερρήθη, Lat. [[indictus]] est, Xen.
|mdlsjtxt=[[attic]] contr. -ερῶ [serving as fut. to [[προεῖπον]] perf. [[προείρηκα]] [[pass]]. -ημαι aor1 [[pass]]. [[προερρήθην]] contr. [[προὐρρήθην]]<br /><b class="num">I.</b> to say [[beforehand]], Plat.:—Pass., ἐκ τῶν προειρημένων Plat.; τὰ προρρηθέντα Plat.; ταῦτά μοι προειρήσθω be said by way of [[preface]], Isocr.<br /><b class="num">II.</b> to [[order]] one to do a [[thing]] [[beforehand]] or [[publicly]], τινί c. inf., Hdt.; also, πρ. τινί ὡς… Hdt.:—Pass. impers., προείρητο αὐτοῖς μὴ ἐπιχειρεῖν orders had been given them not to [[attack]], Thuc.; τὸ προειρημένον the prescribed [[implement]], Hdt.; [[δεῖπνον]] πρ. [[ordered]] [[beforehand]], Hdt.; [[πόλεμος]] προερρήθη, Lat. [[indictus]] est, Xen.
}}
}}