Anonymous

πρᾶγμα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2, $3 ;")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />affaire :<br /><b>I.</b> ce qu’on fait : [[τί]] [[σοι]] πέπρακται [[πρᾶγμα]] ESCHL qu’as-tu fait ? τὰ πεπραγμένα DÉM les choses faites, les actions, les actes;<br /><b>II.</b> [[action de faire]] :<br /><b>1</b> <i>abs.</i> activité, agissement : [[ἄνευ]] πραγμάτων (τὰ χρήματα) λαμβάνειν DÉM recevoir (l'argent) sans rien faire pour cela;<br /><b>2</b> ce qu’on doit faire, tâche, obligation : τὸ σὸν [[τί]] ἐστι [[πρᾶγμα]] ; PLAT ta tâche, quelle est-elle ?;<br /><b>3</b> ce qu’on se propose de faire, entreprise : ἔρχεσθαι ἐπὶ τὰ πράγματα THC parvenir à la direction des affaires ; πράγματα πράττειν ATT entreprendre des affaires;<br /><b>4</b> affaire qu’on traite, négociation ; <i>en mauv. part</i> les menées, les intrigues : τὰ πρὸ βασιλέα πράγματα πράσσειν THC former des intrigues avec le roi;<br /><b>5</b> affaire désagréable, désagrément : δῆλον [[ἦν]] [[ὅτι]] πρᾶγμά [[τι]] εἴη XÉN il était évident qu’il y aurait qqe désagrément ; <i>p. suite, en gén.</i> difficulté, embarras : πρήγματα <i>(ion.)</i> ἔχειν HDT avoir du tracas ; ὅσα πράγματα ἔχεις XÉN que de tracas tu as ! ; [[πρᾶγμα]] <i>ou</i> πράγματα παρέχειν τινί, causer à qqn du désagrément, de l'ennui ; τὰ πράγματα affaires publiques, gouvernement, pouvoir : καταλαμβάνεσθαι τὰ πράγματα, s'emparer du gouvernement, <i>ou</i> arriver au pouvoir, acquérir (par la lutte) la suprématie, puissance, hégémonie ; τὰ πράγματα κατάσχειν THC obtenir le pouvoir ; οἱ ἔχοντες τὰ πράγματα THC les gouvernants, les détenteurs du pouvoir ; οἱ [[ἐν]] τοῖς πράγμασι THC, οἱ ἐπὶ [[τῶν]] πραγμάτων DÉM, οἱ ἐπὶ τοῖς πράγμασιν DÉM ceux qui sont aux affaires, à la tête des affaires;<br /><b>6</b> <i>en mauv. part</i> νεώτερα πράγματα HDT nouveauté dans la direction des affaires, <i>càd</i> trouble, révolution (<i>cf. lat.</i> res novae);<br /><b>III. 1</b> [[ce qui est fait]], [[ce qui existe]] ; <i>en gén.</i> événement, chose, affaire ; <i>particul.</i> les choses de la nature ; le sexe de la femme;<br /><b>2</b> <i>en parl. de pers.</i> [[ἦν]] δὲ μέγιστον [[πρῆγμα]] Δημοκήδης παρὰ βασιλέϊ HDT Démokédés était une grande affaire, <i>càd</i> une personne de grand crédit auprès du roi ; γυναῖκα, ἄμαχον [[πρᾶγμα]] XÉN une femme, être impropre aux combats;<br /><b>3</b> pour résumer ce qui précède par un terme général : ὁρᾶτε τὸ [[πρᾶγμα]], [[οἷ]] προελήλυθεν ἀσελγείας [[ἄνθρωπος]] DÉM vous voyez la chose et jusqu’où est allée l'impudence de l'homme;<br /><b>4</b> chose de l'État, <i>càd</i> puissance de l'État, État : τὰ Περσικὰ πράγματα HDT, τὰ Περσῶν πράγματα ESCHL la puissance des Perses ; [[ἐν]] ταῖς ναυσὶ [[τῶν]] Ἑλλήνων τὰ πράγματα ἐγένετο THC la puissance des Grecs reposa sur leur flotte;<br /><b>5</b> affaire qui est en question, la chose qui importe : πρᾶγμά ἐστι, <i>avec ou sans dat. de <i>pers.</i> et suivi ou non de l'inf.</i> cela importe, est nécessaire, convenable, sage ; [[Κῦρος]] εὕρισκε [[πρῆγμα]] οἱ [[εἶναι]] ἐλαύνειν ἐπὶ τὰς Σάρδις HDT Cyrus trouvait que c’était pour lui chose importante de pousser jusqu’à Sardes ; [[πρῆγμα]] ποιεῖσθαί [[τι]] HDT faire de qch une chose d'importance, considérer une chose comme importante;<br /><b>6</b> <i>abs.</i> chose de prix ; τὰ πράγματα les biens, les richesses;<br /><b>7</b> <i>en gén.</i> les circonstances, les affaires : [[κύκλος]] [[τῶν]] ἄνθρωπηΐων πρηγμάτων περιφερόμενος HDT le cours des choses humaines.<br />'''Étymologie:''' [[πράσσω]].
|btext=ατος (τό) :<br />affaire :<br /><b>I.</b> ce qu’on fait : [[τί]] [[σοι]] πέπρακται [[πρᾶγμα]] ESCHL qu’as-tu fait ? τὰ πεπραγμένα DÉM les choses faites, les actions, les actes;<br /><b>II.</b> [[action de faire]] :<br /><b>1</b> <i>abs.</i> activité, agissement : [[ἄνευ]] πραγμάτων (τὰ χρήματα) λαμβάνειν DÉM recevoir (l'argent) sans rien faire pour cela;<br /><b>2</b> ce qu’on doit faire, tâche, obligation : τὸ σὸν [[τί]] ἐστι [[πρᾶγμα]] ; PLAT ta tâche, quelle est-elle ?;<br /><b>3</b> ce qu’on se propose de faire, entreprise : ἔρχεσθαι ἐπὶ τὰ πράγματα THC parvenir à la direction des affaires ; πράγματα πράττειν ATT entreprendre des affaires;<br /><b>4</b> affaire qu’on traite, négociation ; <i>en mauv. part</i> les menées, les intrigues : τὰ πρὸ βασιλέα πράγματα πράσσειν THC former des intrigues avec le roi;<br /><b>5</b> affaire désagréable, désagrément : δῆλον [[ἦν]] [[ὅτι]] πρᾶγμά [[τι]] εἴη XÉN il était évident qu’il y aurait qqe désagrément ; <i>p. suite, en gén.</i> difficulté, embarras : πρήγματα <i>(ion.)</i> ἔχειν HDT avoir du tracas ; ὅσα πράγματα ἔχεις XÉN que de tracas tu as ! ; [[πρᾶγμα]] <i>ou</i> πράγματα παρέχειν τινί, causer à qqn du désagrément, de l'ennui ; τὰ πράγματα affaires publiques, gouvernement, pouvoir : καταλαμβάνεσθαι τὰ πράγματα, s'emparer du gouvernement, <i>ou</i> arriver au pouvoir, acquérir (par la lutte) la suprématie, puissance, hégémonie ; τὰ πράγματα κατάσχειν THC obtenir le pouvoir ; οἱ ἔχοντες τὰ πράγματα THC les gouvernants, les détenteurs du pouvoir ; οἱ [[ἐν]] τοῖς πράγμασι THC, οἱ ἐπὶ τῶν πραγμάτων DÉM, οἱ ἐπὶ τοῖς πράγμασιν DÉM ceux qui sont aux affaires, à la tête des affaires;<br /><b>6</b> <i>en mauv. part</i> νεώτερα πράγματα HDT nouveauté dans la direction des affaires, <i>càd</i> trouble, révolution (<i>cf. lat.</i> res novae);<br /><b>III. 1</b> [[ce qui est fait]], [[ce qui existe]] ; <i>en gén.</i> événement, chose, affaire ; <i>particul.</i> les choses de la nature ; le sexe de la femme;<br /><b>2</b> <i>en parl. de pers.</i> [[ἦν]] δὲ μέγιστον [[πρῆγμα]] Δημοκήδης παρὰ βασιλέϊ HDT Démokédés était une grande affaire, <i>càd</i> une personne de grand crédit auprès du roi ; γυναῖκα, ἄμαχον [[πρᾶγμα]] XÉN une femme, être impropre aux combats;<br /><b>3</b> pour résumer ce qui précède par un terme général : ὁρᾶτε τὸ [[πρᾶγμα]], [[οἷ]] προελήλυθεν ἀσελγείας [[ἄνθρωπος]] DÉM vous voyez la chose et jusqu’où est allée l'impudence de l'homme;<br /><b>4</b> chose de l'État, <i>càd</i> puissance de l'État, État : τὰ Περσικὰ πράγματα HDT, τὰ Περσῶν πράγματα ESCHL la puissance des Perses ; [[ἐν]] ταῖς ναυσὶ τῶν Ἑλλήνων τὰ πράγματα ἐγένετο THC la puissance des Grecs reposa sur leur flotte;<br /><b>5</b> affaire qui est en question, la chose qui importe : πρᾶγμά ἐστι, <i>avec ou sans dat. de <i>pers.</i> et suivi ou non de l'inf.</i> cela importe, est nécessaire, convenable, sage ; [[Κῦρος]] εὕρισκε [[πρῆγμα]] οἱ [[εἶναι]] ἐλαύνειν ἐπὶ τὰς Σάρδις HDT Cyrus trouvait que c’était pour lui chose importante de pousser jusqu’à Sardes ; [[πρῆγμα]] ποιεῖσθαί [[τι]] HDT faire de qch une chose d'importance, considérer une chose comme importante;<br /><b>6</b> <i>abs.</i> chose de prix ; τὰ πράγματα les biens, les richesses;<br /><b>7</b> <i>en gén.</i> les circonstances, les affaires : [[κύκλος]] τῶν ἄνθρωπηΐων πρηγμάτων περιφερόμενος HDT le cours des choses humaines.<br />'''Étymologie:''' [[πράσσω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρᾶγμα:''' Ιων. [[πρῆγμα]], τό ([[πράσσω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτό που έχει ήδη συντελεστεί, [[έργο]], [[πράξη]], Λατ. [[facinus]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[τῶν]] πραγμάτων [[πλέον]], περισσότερο από τα πράγματα, σε Ευρ.· τὸ σὸν τί ἐστι τὸ [[πρᾶγμα]]; ποιο είναι το [[έργο]] της ζωής [[σου]]; σε Πλάτ.· <i>γυναίου πράγματος ποιεῖν</i>, κάνω γυναικείες δουλειές, σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> όπως Λατ. [[res]], [[πράγμα]], [[υπόθεση]], [[εργασία]], σε Ηρόδ., Αττ.· σφίσι τε καὶ Ἀθηναίοις [[εἶναι]] οὐδὲν [[πρᾶγμα]], δεν είχαν [[τίποτα]] κοινό, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> οτιδήποτε απαραίτητο ή [[συμφέρον]], <i>πρῆγμά ἐστι</i>, με απαρ., είναι απαραίτητο, [[συμφέρον]] να γίνει, είναι [[καθήκον]] μου ή υποχρέωσή μου να κάνω, όπως Λατ. [[opus]] est, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[πράγμα]] που έχει [[σημασία]] ή [[σπουδαιότητα]], [[πρᾶγμα]] ποιεῖσθαί τι, στον ίδ.· λέγεται για [[πρόσωπο]], ἦν μέγιστον [[πρᾶγμα]] Δημοκήδης παρὰ βασιλέϊ, απολάμβανε μεγάλες τιμές από τον βασιλιά, στον ίδ.· ἄμαχον [[πρᾶγμα]], λέγεται για [[γυναίκα]], σε Ξεν.· ἀσταθμητότατον [[πρᾶγμα]] ὁ [[δῆμος]], σε Δημ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για [[μάχη]], όπως λέμε [[πράξη]], [[δράση]], [[ενασχόληση]], σε Ξεν.<br /><b class="num">5.</b> ευφημ., λέγεται για [[κάτι]] [[κακό]] ή αισχρό, [[πράγμα]], [[ασχολία]], σε Θουκ.· Εὐρυβάτου [[πρᾶγμα]], οὐ πόλεως [[ἔργον]], η δουλειά του, σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> στον πληθ. <i>πράγματα</i>,<br /><b class="num">1.</b> περιστάσεις, υποθέσεις, σε Ηρόδ., Αττ.· τοῖς πράγμασιν [[τέθνηκα]] τοῖς δ' ἔργοισι δ' οὔ, από τις περιστάσεις, όχι από τα έργα, σε Ευρ.· <i>ἀπηλλάχθαι πραγμάτων</i>, είμαι απαλλαγμένος από τις υποχρεώσεις της ζωής, σε Πλάτ.· ἀποτυγχάνειν [[τῶν]] πραγμάτων, [[αστοχώ]] στην [[επιτυχία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> οι υποθέσεις της πόλης, σε Ευρ. κ.λπ.· <i>τὰ πολιτικὰ πράγματα</i>, σε Πλάτ.· επίσης, <i>τὰ Περσικὰ πράγματα</i>, η περσική [[δύναμη]], σε Ηρόδ.· ἐν ταῖς ναυσὶ [[τῶν]] Ἑλλήνων τὰ πράγματα ἐγένετο, σε Θουκ.· <i>καταλαμβάνειν τὰ πράγματα</i>, [[καταλαμβάνω]] τη [[διακυβέρνηση]], Λατ. rerum potiri, στον ίδ.· <i>ἔχειν</i>, <i>κατέχειν τὰ πράγματα</i>, στον ίδ.· <i>οἱ ἐν τοῖς πράγμασι</i>, όπως <i>οἱ ἐν τέλει</i>, αυτοί που είναι στην [[εξουσία]] ή τελούν σε [[αξίωμα]], άρχοντες, στον ίδ.· <i>οἱ ἐπὶ τοῖς πράγμασι ὄντες</i>, οἱ ἐπὶ [[τῶν]] πραγμάτων, σε Δημ.· <i>νεώτερα πράγματα</i>, καινοτομίες, Λατ. [[res]] novae, σε Οράτ.<br /><b class="num">3.</b> ιδιωτικές υποθέσεις ή περιστάσεις του ανθρώπου, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">4.</b> με αρνητική [[σημασία]], ενοχλητική [[εργασία]], [[ενόχληση]], [[δυσφορία]], σε Αριστοφ.· <i>πράγματα ἔχειν</i>, με μτχ., έχω ενοχλήσεις ως προς κάποιο [[πράγμα]], σε Ηρόδ.· <i>πράγματα παρέχειν τινί</i>, [[προκαλώ]] σε κάποιον [[ενόχληση]], στον ίδ.· με απαρ., [[προκαλώ]] κάποιον να κάνει, τον [[υποκινώ]] να ενεργήσει, σε Πλάτ.
|lsmtext='''πρᾶγμα:''' Ιων. [[πρῆγμα]], τό ([[πράσσω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτό που έχει ήδη συντελεστεί, [[έργο]], [[πράξη]], Λατ. [[facinus]], σε Ηρόδ., Αττ.· τῶν πραγμάτων [[πλέον]], περισσότερο από τα πράγματα, σε Ευρ.· τὸ σὸν τί ἐστι τὸ [[πρᾶγμα]]; ποιο είναι το [[έργο]] της ζωής [[σου]]; σε Πλάτ.· <i>γυναίου πράγματος ποιεῖν</i>, κάνω γυναικείες δουλειές, σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> όπως Λατ. [[res]], [[πράγμα]], [[υπόθεση]], [[εργασία]], σε Ηρόδ., Αττ.· σφίσι τε καὶ Ἀθηναίοις [[εἶναι]] οὐδὲν [[πρᾶγμα]], δεν είχαν [[τίποτα]] κοινό, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> οτιδήποτε απαραίτητο ή [[συμφέρον]], <i>πρῆγμά ἐστι</i>, με απαρ., είναι απαραίτητο, [[συμφέρον]] να γίνει, είναι [[καθήκον]] μου ή υποχρέωσή μου να κάνω, όπως Λατ. [[opus]] est, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[πράγμα]] που έχει [[σημασία]] ή [[σπουδαιότητα]], [[πρᾶγμα]] ποιεῖσθαί τι, στον ίδ.· λέγεται για [[πρόσωπο]], ἦν μέγιστον [[πρᾶγμα]] Δημοκήδης παρὰ βασιλέϊ, απολάμβανε μεγάλες τιμές από τον βασιλιά, στον ίδ.· ἄμαχον [[πρᾶγμα]], λέγεται για [[γυναίκα]], σε Ξεν.· ἀσταθμητότατον [[πρᾶγμα]] ὁ [[δῆμος]], σε Δημ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για [[μάχη]], όπως λέμε [[πράξη]], [[δράση]], [[ενασχόληση]], σε Ξεν.<br /><b class="num">5.</b> ευφημ., λέγεται για [[κάτι]] [[κακό]] ή αισχρό, [[πράγμα]], [[ασχολία]], σε Θουκ.· Εὐρυβάτου [[πρᾶγμα]], οὐ πόλεως [[ἔργον]], η δουλειά του, σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> στον πληθ. <i>πράγματα</i>,<br /><b class="num">1.</b> περιστάσεις, υποθέσεις, σε Ηρόδ., Αττ.· τοῖς πράγμασιν [[τέθνηκα]] τοῖς δ' ἔργοισι δ' οὔ, από τις περιστάσεις, όχι από τα έργα, σε Ευρ.· <i>ἀπηλλάχθαι πραγμάτων</i>, είμαι απαλλαγμένος από τις υποχρεώσεις της ζωής, σε Πλάτ.· ἀποτυγχάνειν τῶν πραγμάτων, [[αστοχώ]] στην [[επιτυχία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> οι υποθέσεις της πόλης, σε Ευρ. κ.λπ.· <i>τὰ πολιτικὰ πράγματα</i>, σε Πλάτ.· επίσης, <i>τὰ Περσικὰ πράγματα</i>, η περσική [[δύναμη]], σε Ηρόδ.· ἐν ταῖς ναυσὶ τῶν Ἑλλήνων τὰ πράγματα ἐγένετο, σε Θουκ.· <i>καταλαμβάνειν τὰ πράγματα</i>, [[καταλαμβάνω]] τη [[διακυβέρνηση]], Λατ. rerum potiri, στον ίδ.· <i>ἔχειν</i>, <i>κατέχειν τὰ πράγματα</i>, στον ίδ.· <i>οἱ ἐν τοῖς πράγμασι</i>, όπως <i>οἱ ἐν τέλει</i>, αυτοί που είναι στην [[εξουσία]] ή τελούν σε [[αξίωμα]], άρχοντες, στον ίδ.· <i>οἱ ἐπὶ τοῖς πράγμασι ὄντες</i>, οἱ ἐπὶ τῶν πραγμάτων, σε Δημ.· <i>νεώτερα πράγματα</i>, καινοτομίες, Λατ. [[res]] novae, σε Οράτ.<br /><b class="num">3.</b> ιδιωτικές υποθέσεις ή περιστάσεις του ανθρώπου, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">4.</b> με αρνητική [[σημασία]], ενοχλητική [[εργασία]], [[ενόχληση]], [[δυσφορία]], σε Αριστοφ.· <i>πράγματα ἔχειν</i>, με μτχ., έχω ενοχλήσεις ως προς κάποιο [[πράγμα]], σε Ηρόδ.· <i>πράγματα παρέχειν τινί</i>, [[προκαλώ]] σε κάποιον [[ενόχληση]], στον ίδ.· με απαρ., [[προκαλώ]] κάποιον να κάνει, τον [[υποκινώ]] να ενεργήσει, σε Πλάτ.
}}
}}
{{ls
{{ls