Anonymous

πᾶς: Difference between revisions

From LSJ
4 bytes removed ,  9 December 2022
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾶς:''' [[πᾶσα]], [[πᾶν]], γεν. <i>παντός</i>, <i>πάσης</i>, <i>παντός</i>· γεν. πληθ. αρσ. και ουδ. <i>πάντων</i>, θηλ. <i>πασῶν</i>, Ιων. <i>πᾱσέων</i>, Επικ. πᾱσάων [σᾱ]· δοτ. πληθ. αρσ. και ουδ. <i>πᾶσι</i>, Επικ. <i>πάντεσσι</i>, Λατ. [[omnis]],<br /><b class="num">Α.</b>όλοι, όταν χρησιμ. για πολλούς· όταν αναφέρεται σε έναν μόνο, όλος, [[ολόκληρος]].<br /><b class="num">I. 1.</b> στον πληθ., όλοι, <i>πάντες τε θεοὶ πᾶσαί τε θέαιναι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[τῶν]] Σαμίων πάντες, σε Θουκ.· [[ἅμα]] πάντες, πάντες [[ἅμα]], όλοι μαζί, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με υπερθ., <i>πάντες ἄριστοι</i>, όλοι οι ευγενείς, Λατ. [[optimus]] [[quisque]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> [[ολότητα]], [[σύνολο]], [[πᾶσα]] [[ἀλήθεια]], όλη η [[αλήθεια]], σε Ομήρ. Ιλ.· χαλκέη [[πᾶσα]], όλος ο [[χαλκός]], σε Ηρόδ.· ἦν ἡ [[μάχη]] ἐν χερσὶ [[πᾶσα]], ολόκληρη [[χέρι]] με [[χέρι]], σε Θουκ.· ἡ [[πᾶσα]] [[βλάβη]], [[τίποτα]] [[άλλο]] [[παρά]] μόνο [[βλάβη]], σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> [[ἕκαστος]], ο [[καθένας]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[πᾶς]] χώρει, άσε τους όλους να φύγουν, σε Αριστοφ.· επίσης, [[πᾶς]] [[ἀνήρ]], σε Σοφ. κ.λπ.· [[πᾶς]] τις, [[κάθε]] [[ένας]] [[μόνος]] του, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[πᾶς]] [[ὅστις]]..., σε Σοφ.· [[πᾶν]] [[ὅσον]], σε Αισχύλ. κ.λπ. <b>Β. I.</b> Όταν χρησιμοποιείται το [[άρθρο]], γενικά τίθεται [[μετά]] το [[πᾶς]], [[πᾶσα]] τὴν δύναμιν, όλη η δύναμή τους, σε Ηρόδ.· <i>πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> όταν το [[πᾶς]] τίθεται [[μεταξύ]] άρθρου και ουσ. δηλώνει [[ολότητα]], [[ενότητα]], ὁ [[πᾶς]] [[ἀριθμός]], σε Αισχύλ.· τὸ [[πᾶν]] [[πλῆθος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> ως ουσ., τὸ [[πᾶν]], το όλον, το παν, σε Αισχύλ.· <i>τὰ πάντα</i>, όλα, τα πάντα, στον ίδ. <b>Γ. I.</b> Με αριθμητικά σημαίνει τον ακριβή αριθμό, [[ἐννέα]] πάντες, εξ ολοκλήρου [[εννέα]], όλοι [[εννέα]], όχι λιγότεροι, σε Ομήρ. Οδ.· [[δέκα]] πάντα τάλαντα, σε Ομήρ. Ιλ.· [[αλλά]], <i>κτήνεα τὰ θύσιμα πάντα τρισχίλια ἔθυσε</i>, 3.000 από όλα τα είδη, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> μαζί με το [[άρθρο]], εν όλω, συνολικά, οἱ πάντες εἷς καὶ [[ἐννενήκοντα]], στον ίδ. <b>Δ.</b> Ειδικότερες χρήσεις·<br /><b class="num">I. 1.</b> σε δοτ. πληθ. αρσ. <i>πᾶσι</i>, με ή σύμφωνα με την [[κρίση]] όλων, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> <i>πᾶσι</i> ως ουδ., σε όλα, συνολικά, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> <i>πάντα [[γίγνεσθαι]]</i>, [[γίνομαι]] τα πάντα, δηλ. [[λαμβάνω]] [[κάθε]] [[μορφή]], σε Ομήρ. Οδ.· εἰς [[πᾶν]] ἀφικνεῖσθαι, ρισκάρω τα πάντα, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> <i>πάντα εἶναί τινι</i>, είμαι το παν για κάποιον, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> <i>πάντα</i>, ως επίρρ. αντί [[πάντως]], σε όλα τα [[σημεία]], ολοκληρωτικά, συνολικά, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· [[αλλά]], <i>τὰ πάντα</i>, με [[κάθε]] τρόπο, με [[κάθε]] [[μέσο]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> ουδ. ενικ. τὸ [[πᾶν]], [[ολόκληρο]] το βιος κάποιου, περὶ τοῦ παντὸς δρόμον [[θέειν]], στον ίδ.· <i>τοῦ παντὸς ἐλλείπειν</i>, σε Αισχύλ.· το [[πᾶν]] ως επίρρ., συνολικά, ολοσχερώς, σε Σοφ. κ.λπ.· με [[άρνηση]], [[καθόλου]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[πᾶν]], [[καθετί]], το παν, οτιδήποτε, [[πᾶν]] [[μᾶλλον]] ἢ στρατίην, οτιδήποτε καλύτερο από το [[στράτευμα]], σε Ηρόδ.· <i>πᾶνποιῶν</i>, με όλα τα μέσα, με [[κάθε]] τρόπο, σε Πλάτ.· ομοίως, <i>πάντα ποιῶν</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> ἐπὶ [[πᾶν]], εξ ολοκλήρου, γενικά, συνολικά, σε Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> παντὸς [[μᾶλλον]], πάνω απ' όλα, απολύτως, απαραιτήτως, Λατ. [[ita]] ut [[nihil]] [[supra]], στον ίδ.· σε αποκρίσεις, [[πᾶν]] γε [[μᾶλλον]], ναι, απόλυτα έτσι, στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> με πρόθ., ἐς [[πᾶν]] κακοῦ ἀπικέσθαι, στο [[αποκορύφωμα]] της, σε Ηρόδ.· ομοίως, εἰςπᾶν [[ἀφικέσθαι]], σε Ξεν.· ἐς τὸ [[πᾶν]], ολοσχερώς, σε Αισχύλ.· ἐν παντὶ ἀθυμίας [[εἶναι]], βρίσκεται στα [[άκρα]] της απόγνωσης, σε Θουκ.· <i>περὶπαντὸς ποιεῖσθαι</i>, [[εκτιμώ]] πάνω απ' όλα, Λατ. maximi facere, σε Ξεν.· <i>διὰ παντός</i> (ενν. <i>χρόνου</i>), ή ως [[μία]] [[λέξη]] <i>διάπαντος</i>, για πάντα, [[συνεχώς]], σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.· [[αλλά]] επίσης, απολύτως, ολοσχερώς, [[ολότελα]], συνολικά, σε Θουκ., Πλάτ.
|lsmtext='''πᾶς:''' [[πᾶσα]], [[πᾶν]], γεν. <i>παντός</i>, <i>πάσης</i>, <i>παντός</i>· γεν. πληθ. αρσ. και ουδ. <i>πάντων</i>, θηλ. <i>πασῶν</i>, Ιων. <i>πᾱσέων</i>, Επικ. πᾱσάων [σᾱ]· δοτ. πληθ. αρσ. και ουδ. <i>πᾶσι</i>, Επικ. <i>πάντεσσι</i>, Λατ. [[omnis]],<br /><b class="num">Α.</b>όλοι, όταν χρησιμ. για πολλούς· όταν αναφέρεται σε έναν μόνο, όλος, [[ολόκληρος]].<br /><b class="num">I. 1.</b> στον πληθ., όλοι, <i>πάντες τε θεοὶ πᾶσαί τε θέαιναι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· τῶν Σαμίων πάντες, σε Θουκ.· [[ἅμα]] πάντες, πάντες [[ἅμα]], όλοι μαζί, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με υπερθ., <i>πάντες ἄριστοι</i>, όλοι οι ευγενείς, Λατ. [[optimus]] [[quisque]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> [[ολότητα]], [[σύνολο]], [[πᾶσα]] [[ἀλήθεια]], όλη η [[αλήθεια]], σε Ομήρ. Ιλ.· χαλκέη [[πᾶσα]], όλος ο [[χαλκός]], σε Ηρόδ.· ἦν ἡ [[μάχη]] ἐν χερσὶ [[πᾶσα]], ολόκληρη [[χέρι]] με [[χέρι]], σε Θουκ.· ἡ [[πᾶσα]] [[βλάβη]], [[τίποτα]] [[άλλο]] [[παρά]] μόνο [[βλάβη]], σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> [[ἕκαστος]], ο [[καθένας]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[πᾶς]] χώρει, άσε τους όλους να φύγουν, σε Αριστοφ.· επίσης, [[πᾶς]] [[ἀνήρ]], σε Σοφ. κ.λπ.· [[πᾶς]] τις, [[κάθε]] [[ένας]] [[μόνος]] του, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[πᾶς]] [[ὅστις]]..., σε Σοφ.· [[πᾶν]] [[ὅσον]], σε Αισχύλ. κ.λπ. <b>Β. I.</b> Όταν χρησιμοποιείται το [[άρθρο]], γενικά τίθεται [[μετά]] το [[πᾶς]], [[πᾶσα]] τὴν δύναμιν, όλη η δύναμή τους, σε Ηρόδ.· <i>πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> όταν το [[πᾶς]] τίθεται [[μεταξύ]] άρθρου και ουσ. δηλώνει [[ολότητα]], [[ενότητα]], ὁ [[πᾶς]] [[ἀριθμός]], σε Αισχύλ.· τὸ [[πᾶν]] [[πλῆθος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> ως ουσ., τὸ [[πᾶν]], το όλον, το παν, σε Αισχύλ.· <i>τὰ πάντα</i>, όλα, τα πάντα, στον ίδ. <b>Γ. I.</b> Με αριθμητικά σημαίνει τον ακριβή αριθμό, [[ἐννέα]] πάντες, εξ ολοκλήρου [[εννέα]], όλοι [[εννέα]], όχι λιγότεροι, σε Ομήρ. Οδ.· [[δέκα]] πάντα τάλαντα, σε Ομήρ. Ιλ.· [[αλλά]], <i>κτήνεα τὰ θύσιμα πάντα τρισχίλια ἔθυσε</i>, 3.000 από όλα τα είδη, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> μαζί με το [[άρθρο]], εν όλω, συνολικά, οἱ πάντες εἷς καὶ [[ἐννενήκοντα]], στον ίδ. <b>Δ.</b> Ειδικότερες χρήσεις·<br /><b class="num">I. 1.</b> σε δοτ. πληθ. αρσ. <i>πᾶσι</i>, με ή σύμφωνα με την [[κρίση]] όλων, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> <i>πᾶσι</i> ως ουδ., σε όλα, συνολικά, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> <i>πάντα [[γίγνεσθαι]]</i>, [[γίνομαι]] τα πάντα, δηλ. [[λαμβάνω]] [[κάθε]] [[μορφή]], σε Ομήρ. Οδ.· εἰς [[πᾶν]] ἀφικνεῖσθαι, ρισκάρω τα πάντα, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> <i>πάντα εἶναί τινι</i>, είμαι το παν για κάποιον, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> <i>πάντα</i>, ως επίρρ. αντί [[πάντως]], σε όλα τα [[σημεία]], ολοκληρωτικά, συνολικά, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· [[αλλά]], <i>τὰ πάντα</i>, με [[κάθε]] τρόπο, με [[κάθε]] [[μέσο]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> ουδ. ενικ. τὸ [[πᾶν]], [[ολόκληρο]] το βιος κάποιου, περὶ τοῦ παντὸς δρόμον [[θέειν]], στον ίδ.· <i>τοῦ παντὸς ἐλλείπειν</i>, σε Αισχύλ.· το [[πᾶν]] ως επίρρ., συνολικά, ολοσχερώς, σε Σοφ. κ.λπ.· με [[άρνηση]], [[καθόλου]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[πᾶν]], [[καθετί]], το παν, οτιδήποτε, [[πᾶν]] [[μᾶλλον]] ἢ στρατίην, οτιδήποτε καλύτερο από το [[στράτευμα]], σε Ηρόδ.· <i>πᾶνποιῶν</i>, με όλα τα μέσα, με [[κάθε]] τρόπο, σε Πλάτ.· ομοίως, <i>πάντα ποιῶν</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> ἐπὶ [[πᾶν]], εξ ολοκλήρου, γενικά, συνολικά, σε Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> παντὸς [[μᾶλλον]], πάνω απ' όλα, απολύτως, απαραιτήτως, Λατ. [[ita]] ut [[nihil]] [[supra]], στον ίδ.· σε αποκρίσεις, [[πᾶν]] γε [[μᾶλλον]], ναι, απόλυτα έτσι, στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> με πρόθ., ἐς [[πᾶν]] κακοῦ ἀπικέσθαι, στο [[αποκορύφωμα]] της, σε Ηρόδ.· ομοίως, εἰςπᾶν [[ἀφικέσθαι]], σε Ξεν.· ἐς τὸ [[πᾶν]], ολοσχερώς, σε Αισχύλ.· ἐν παντὶ ἀθυμίας [[εἶναι]], βρίσκεται στα [[άκρα]] της απόγνωσης, σε Θουκ.· <i>περὶπαντὸς ποιεῖσθαι</i>, [[εκτιμώ]] πάνω απ' όλα, Λατ. maximi facere, σε Ξεν.· <i>διὰ παντός</i> (ενν. <i>χρόνου</i>), ή ως [[μία]] [[λέξη]] <i>διάπαντος</i>, για πάντα, [[συνεχώς]], σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.· [[αλλά]] επίσης, απολύτως, ολοσχερώς, [[ολότελα]], συνολικά, σε Θουκ., Πλάτ.
}}
}}
{{ls
{{ls