Anonymous

σύγκειμαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "ἐκ" to "ἐκ")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> [[être étendu ensemble]];<br /><b>2</b> être formé, composé de, ἔκ τινος ; <i>fig.</i> ὑπὸ ποιητῶν ISOCR être combiné <i>ou</i> imaginé par les poètes;<br /><b>3</b> [[être convenu]], [[arrêté]] ; • <i>impers.</i> συνέκειτο [[σφι]] avec l'inf. HDT il avait été convenu entre eux de ; [[καθάπερ]] ξυνέκειτο THC selon ce qui avait été convenu ; συγκειμένη [[ἡμέρα]] HDT jour convenu ; κατὰ τὰ συγκείμενα HDT, ἐκ [[τῶν]] ξυγκειμένων THC selon <i>ou</i> d'après ce qui était convenu ; παρὰ τὰ συγκείμενα LUC contrairement à ce qui est convenu ; <i>part. abs.</i> • συγκειμένου [[σφι]] avec l'inf. HDT puisqu’il avait été convenu avec eux que.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κεῖμαι]].
|btext=<b>1</b> [[être étendu ensemble]];<br /><b>2</b> être formé, composé de, ἔκ τινος ; <i>fig.</i> ὑπὸ ποιητῶν ISOCR être combiné <i>ou</i> imaginé par les poètes;<br /><b>3</b> [[être convenu]], [[arrêté]] ; • <i>impers.</i> συνέκειτο [[σφι]] avec l'inf. HDT il avait été convenu entre eux de ; [[καθάπερ]] ξυνέκειτο THC selon ce qui avait été convenu ; συγκειμένη [[ἡμέρα]] HDT jour convenu ; κατὰ τὰ συγκείμενα HDT, ἐκ τῶν ξυγκειμένων THC selon <i>ou</i> d'après ce qui était convenu ; παρὰ τὰ συγκείμενα LUC contrairement à ce qui est convenu ; <i>part. abs.</i> • συγκειμένου [[σφι]] avec l'inf. HDT puisqu’il avait été convenu avec eux que.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κεῖμαι]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύγκειμαι:'''<b class="num">I.</b> Παθ., βρίσκομαι, [[κείμαι]] από κοινού με, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως Παθ. του [[συντίθημι]], είμαι συντεθειμένος, συναποτελούμαι, απαρτίζομαι από, <i>ἔκ τινων</i>, λέγεται για συγκεκριμένα μέρη, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για έργα του γραπτού λόγου, είμαι συντεθειμένος, έχω συγγραφεί, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> έχω επινοηθεί, παρασκευαστεί, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">III. 1.</b> συμφωνούμαι από [[δύο]] πλευρές, [[δύο]] αντίπαλα μέρη, σε Θουκ.· μτχ., αυτός που έχει συμφωνηθεί, διευθετηθεί, <i>αἱ συγκείμεναι ἡμέραι</i>, σε Ηρόδ.· <i>κατὰ τὰ συγκείμενα</i>, σύμφωνα με τους όρους που έχουν συμφωνηθεί, στον ίδ.· ἐκ [[τῶν]] ξυγκειμένων, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ., <i>σύγκειται</i>, έχει συμφωνηθεί ή είναι συμπεφωνημένο, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ομοίως, συγκειμένου [[σφι]], με απαρ., [[αφότου]] είχαν συμφωνήσει να..., σε Ηρόδ.
|lsmtext='''σύγκειμαι:'''<b class="num">I.</b> Παθ., βρίσκομαι, [[κείμαι]] από κοινού με, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως Παθ. του [[συντίθημι]], είμαι συντεθειμένος, συναποτελούμαι, απαρτίζομαι από, <i>ἔκ τινων</i>, λέγεται για συγκεκριμένα μέρη, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για έργα του γραπτού λόγου, είμαι συντεθειμένος, έχω συγγραφεί, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> έχω επινοηθεί, παρασκευαστεί, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">III. 1.</b> συμφωνούμαι από [[δύο]] πλευρές, [[δύο]] αντίπαλα μέρη, σε Θουκ.· μτχ., αυτός που έχει συμφωνηθεί, διευθετηθεί, <i>αἱ συγκείμεναι ἡμέραι</i>, σε Ηρόδ.· <i>κατὰ τὰ συγκείμενα</i>, σύμφωνα με τους όρους που έχουν συμφωνηθεί, στον ίδ.· ἐκ τῶν ξυγκειμένων, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ., <i>σύγκειται</i>, έχει συμφωνηθεί ή είναι συμπεφωνημένο, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ομοίως, συγκειμένου [[σφι]], με απαρ., [[αφότου]] είχαν συμφωνήσει να..., σε Ηρόδ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj