Anonymous

χειμών: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2, $3 ;")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χειμών:''' -ῶνος, ὁ (βλ. [[χιών]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χειμώνας]], αντίθ. προς το [[θέρος]], σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· <i>χειμῶνος</i>, την ώρα του χειμώνα, σε Ξεν.· <i>τοῦ χειμῶνος</i>, κατά τη [[διάρκεια]] του χειμώνα, σε Θουκ.· <i>χειμῶνα</i>, στη [[διάρκεια]] του χειμώνα, σε Σοφ.· <i>τὸν χειμῶνα</i>, κατά τον χειμώνα, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> το χειμερινό [[σημείο]] του ορίζοντα, ο [[βορράς]], [[Βορέας]] καὶχειμών, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[χειμερινός]] [[καιρός]], χειμερινή [[θύελλα]] και γενικά [[θύελλα]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· <i>χειμὼν κατερράγη</i>, σε Ηρόδ.· ἐπέπεσέ [[σφι]] χειμὼν [[μέγας]], στον ίδ.· [[ὦρσε]] θεὸς χειμῶνα, σε Αισχύλ.· χειμὼν [[νοτερός]], [[καταιγίδα]] με [[βροχή]], σε Θουκ.· σε πληθ., ὑπὸ [[τῶν]] χειμώνων, με την [[έννοια]] των χειμερινών θυελλών, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[θεόσσυτος]] [[χειμών]], [[καταιγίδα]] συμφορών που στάλθηκε από τους θεούς, σε Αισχύλ.· <i>δορὸς ἐν χειμῶνι</i>, μέσα στη [[θύελλα]] της μάχης, σε Σοφ.· <i>θολερῷ χειμῶνι νοσήσας</i>, λέγεται για τη [[μανία]] του Αίαντα, σε Σοφ.
|lsmtext='''χειμών:''' -ῶνος, ὁ (βλ. [[χιών]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χειμώνας]], αντίθ. προς το [[θέρος]], σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· <i>χειμῶνος</i>, την ώρα του χειμώνα, σε Ξεν.· <i>τοῦ χειμῶνος</i>, κατά τη [[διάρκεια]] του χειμώνα, σε Θουκ.· <i>χειμῶνα</i>, στη [[διάρκεια]] του χειμώνα, σε Σοφ.· <i>τὸν χειμῶνα</i>, κατά τον χειμώνα, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> το χειμερινό [[σημείο]] του ορίζοντα, ο [[βορράς]], [[Βορέας]] καὶχειμών, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[χειμερινός]] [[καιρός]], χειμερινή [[θύελλα]] και γενικά [[θύελλα]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· <i>χειμὼν κατερράγη</i>, σε Ηρόδ.· ἐπέπεσέ [[σφι]] χειμὼν [[μέγας]], στον ίδ.· [[ὦρσε]] θεὸς χειμῶνα, σε Αισχύλ.· χειμὼν [[νοτερός]], [[καταιγίδα]] με [[βροχή]], σε Θουκ.· σε πληθ., ὑπὸ τῶν χειμώνων, με την [[έννοια]] των χειμερινών θυελλών, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[θεόσσυτος]] [[χειμών]], [[καταιγίδα]] συμφορών που στάλθηκε από τους θεούς, σε Αισχύλ.· <i>δορὸς ἐν χειμῶνι</i>, μέσα στη [[θύελλα]] της μάχης, σε Σοφ.· <i>θολερῷ χειμῶνι νοσήσας</i>, λέγεται για τη [[μανία]] του Αίαντα, σε Σοφ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj