3,258,369
edits
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νοσέω:''' ([[νόσος]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, παρακ. <i>νενόσηκα</i>·<br /><b class="num">1.</b> είμαι [[άρρωστος]], [[ασθενής]], [[πονώ]], [[είτε]] στο [[σώμα]] [[είτε]] στην [[ψυχή]], σε Ηρόδ., Αττ.· τῆς πόλεως [[οὔπω]] νενοσηκυίας, η πόλη δεν έχει πληγεί [[ακόμη]] από τη νόσο (δηλ. τον λοιμό), σε Θουκ.· <i>νοσέωὀφθαλμούς</i>, πλήττονται από [[ασθένεια]] τα μάτια μου, σε Πλάτ.· τὸ νοσοῦν = [[νόσος]], σε Σοφ.· επίσης, λέγεται για πράγμ.· <i>γῆ νοσεῖ</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[πάθος]], νοσῶν [[μάτην]], νοσώντας από μάταιες φαντασίες, σε Σοφ.· <i>θολερῷ χειμῶνι νοσήσας</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, είμαι σε [[κατάσταση]] ασθένειας, [[πάσχω]], [[υποφέρω]]· νοσεῖ τὰ | |lsmtext='''νοσέω:''' ([[νόσος]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, παρακ. <i>νενόσηκα</i>·<br /><b class="num">1.</b> είμαι [[άρρωστος]], [[ασθενής]], [[πονώ]], [[είτε]] στο [[σώμα]] [[είτε]] στην [[ψυχή]], σε Ηρόδ., Αττ.· τῆς πόλεως [[οὔπω]] νενοσηκυίας, η πόλη δεν έχει πληγεί [[ακόμη]] από τη νόσο (δηλ. τον λοιμό), σε Θουκ.· <i>νοσέωὀφθαλμούς</i>, πλήττονται από [[ασθένεια]] τα μάτια μου, σε Πλάτ.· τὸ νοσοῦν = [[νόσος]], σε Σοφ.· επίσης, λέγεται για πράγμ.· <i>γῆ νοσεῖ</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[πάθος]], νοσῶν [[μάτην]], νοσώντας από μάταιες φαντασίες, σε Σοφ.· <i>θολερῷ χειμῶνι νοσήσας</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, είμαι σε [[κατάσταση]] ασθένειας, [[πάσχω]], [[υποφέρω]]· νοσεῖ τὰ τῶν [[θεῶν]], σε Ευρ.· νοσεῖ τι τῶν ἀπορρήτων κακῶν, στον ίδ.· λέγεται για πολιτεύματα, καθεστώτα, [[υποφέρω]] από [[ανταρσία]], [[αναρχία]], λέγεται για πόλεις ή κράτη τα οποία επικρατεί [[αναρχία]], σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |