Anonymous

ὑπονοέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "τι qch" to "τι qch")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπονοέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[υποψιάζομαι]], [[υποπτεύομαι]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· με αιτ. προσ. και απαρ., [[υποπτεύομαι]] ότι..., σε Ηρόδ.· [[τῶν]] λεγόντων ὑπενοεῖτε, αισθάνεστε υποψίες για τους ομιλητές, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[υποπτεύομαι]], [[εικάζω]], [[φαντάζομαι]], [[πιθανολογώ]], [[σχηματίζω]], [[πλάθω]], [[κατασκευάζω]], φτιάχνω, κάνω προβλέψεις, εκτιμήσεις γύρω από, σε Αριστοφ.· απόλ., <i>ὑπονοοῦντες</i>, κατ' [[εικασία]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ὑπονοέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[υποψιάζομαι]], [[υποπτεύομαι]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· με αιτ. προσ. και απαρ., [[υποπτεύομαι]] ότι..., σε Ηρόδ.· τῶν λεγόντων ὑπενοεῖτε, αισθάνεστε υποψίες για τους ομιλητές, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[υποπτεύομαι]], [[εικάζω]], [[φαντάζομαι]], [[πιθανολογώ]], [[σχηματίζω]], [[πλάθω]], [[κατασκευάζω]], φτιάχνω, κάνω προβλέψεις, εκτιμήσεις γύρω από, σε Αριστοφ.· απόλ., <i>ὑπονοοῦντες</i>, κατ' [[εικασία]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj