ὑπονοέω
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
English (LSJ)
A suspect, τι Hdt.9.88, E.IA1132; μηδὲν εἴς τινα Ar.Pl. 361; ὑ. αὐτῶν τὴν διάνοιαν Th.7.73; ψεῦδος Pl.Lg.679c; πονηρά Phld. Lib.p.61 O.: c. acc. pers. et inf., ὑπονοήσαντες τοὺς Σαμίους τὰ τῶν Ἑλλήνων φρονέειν Hdt.9.99; ὑ. εἶναί τι θεῖον (v.l. θεόν) Arist.Fr.10: so ὑ. ὅπως... ὅτι... X.Cyr.3.3.20, HG4.8.35; τῶν λεγόντων ὑπενοεῖτε... ὡς λέγουσι you felt suspicious of the speakers, thinking that... Th.1.68; ὑ. περί τινος And.3.35; ὑ. τὰ λεγόμενα watch my words captiously, Id.1.9, Antipho 6.18.
II surmise, conjecture, guess at, Ar.Eq.652, Lys.1234; τὰ τῶν θεῶν And.1.139: c. acc. et inf., ὑ. ὧδ' ἔχειν τι Cratin.Jun.10: abs., ἀλλ' ὑπονόησον σύ μοι Ar. Lys.38; ὑπονοοῦντες προαρπάζειν by conjecture, Pl.Grg. 454c; οὐδεὶς οἶδε... ἀλλ' ὑπονοοῦμεν πάντες ἢ πιστεύομεν Men.261; ἐάσας ὑπονοεῖν εἰς τοὔνομα leaving us to guess at... Alex.267.6.
III simply, suppose, consider, τινὰ μακαρίως ἐζηκέναι Phld.Mort.36:—Pass., -νοούμενος ἅπαντα γινώσκειν Id.Piet.101.
IV Med. in signf. 1, ὅτι.. POxy.1680.14 (iii/iv A. D.).
German (Pape)
[Seite 1227] (s. νοέω), 1) in Verdacht haben, argwöhnen, ὑπονοήσαντες τοὺς Σαμίους τὰ τῶν Ἑλλήνων φρονεῖν Her. 9, 99; – vermuten, nach Vermutung deuten, αὐτὰ ταῦτα ὑπονοέων 9, 88; ὑπονοεῖς, ἃ μή σε χρή Eur. I. A. 1132; Thuc. 6, 83 u. öfter; auch τῶν λεγόντων, ὡς λέγουσι 1, 68; τὰ λεγόμενα Antipho 6, 18; Andoc. 1, 8; περί τινος, neben δυσχεραίνω, 3, 35; Xen. Cyr. 3, 3,20; τὶ εἴς τινα, Ar. σὺ μηδὲν εἰς ἔμ' ὑπονόει τοιοῦτο, Plut. 361, einen Verdacht gegen ihn haben, Etwas von ihm vermuten. – 2) allmälig bemerken, innewerden, Sp.
French (Bailly abrégé)
-οῶ;
se mettre dans l'esprit ; conjecturer, supposer : τι qch ; en mauv. part soupçonner, suspecter : ὑπ. τινα ὡς avec un part., soupçonner qqn de ; ὑπ. τινος ὡς avec un mode pers. avoir de qqn le soupçon que ; ὑπ. τι εἴς τινα avoir qqe soupçon à l'égard de qqn ; ὑπ. ὡς ou ὅπως soupçonner que.
Étymologie: ὑπό, νοέω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπονοέω:
1 предполагать, подозревать (τι Plat., Arph. и ὡς … Thuc.): ὑπονοεῖς ἃ μή σε χρή Eur. ты подозреваешь чего не следует; σὺ μηδὲν εἰς εμ᾽ ὑπονόει τοιουτονί Arph. не подозревай меня в этом; ὑ. τινα τὰ τῶν Ἑλλήνων φρονεῖν Her. подозревать кого-л. в сочувствии грекам; ἄλλ᾽ ὑπονόησον σύ μοι Arph. подозревай что-л. другое, т. е. поверь мне в этом;
2 догадываться, разгадывать (τι Her., Plut.): ὑπονοήσας αὐτῶν τὴν διάνοιαν Thuc. догадавшись об их замысле; ὁ δ᾽ ὑπονοήσας ἔλεξεν Arph. смекнув (в чем дело), он сказал; ὑπονοοῦντες προαρπάζειν ἀλλήλων τὰ λεγόμενα Plat. предвосхищать слова друг друга.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπονοέω: ὑποπτεύω, ὑποψιάζομαι, τι Ἡρόδ. 9. 88, Εὐριπ. Ι. Α. 1132· τι ἔς τινα Ἀριστοφ. Πλ. 361 ὑπ. τὴν διάνοιάν τινος Θουκ. 7. 73· ψεῦδος Πλάτ. περὶ Νόμ. 679C· ― μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., ὑπονοήσαντες τοὺς Σαμίους τὰ τῶν Ἑλλήνων φρονεῖν Ἡρόδ. 9. 99· ὑπ. εἶναί τι θεῖον Ἀριστ. Ἀποσπάσμ. 12· ― οὕτως, ὑπ. ὅπως..., ὅτι... Ξεν. Κύρου Παιδ. 3. 3, 20, Ἑλλ. 4. 8, 35· ἀλλὰ τῶν λεγόντων μᾶλλον ὑπενοεῖτε ὡς ἕνεκεν τῶν αὐτοῖς ἰδίᾳ διαφόρων λέγουσι, ὑπωπτεύετε τοὺς λέγοντας ὅτι ὡμίλουν ἕνεκα ἰδίων συμφερόντων, Θουκ. 1. 68· ὑπ. περί τινος Ἀνδοκ. 28. 4· ― μήτε ὑπονοεῖν τὰ λεγόμενα, μήτε ὑποπτεύειν αὐτά, ὁ αὐτ. 2. 23. ΙΙ. καθόλου ὑποπτεύω., σχηματίζω εἰκασίας, εἰκάζω περί τινος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σάφα εἰδέναι, ὑπ. τὰ λεγόμενα Ἀντιφῶν 143, 31, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 652, Λυσ. 1234· τὰ τῶν θεῶν Ἀνδοκ. 18. 15· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ψυχὴν ἔχεις; ― οὐκ οἶδ’, ὑπονοῶ δ’ ὧδ’ ἔχειν (δηλ. ψυχὴν) Κρατῖνος Νεώτ. ἐν «Ψευδυποβολιμαίῳ» 1· ― ἀπολ., ἄλλ’ ὑπονόησον σύ μοι Ἀριστοφ. Λυσί. 38· ὑπονοοῦντες προαρπάζειν, κατ’ εἰκασίαν, Πλάτ. Γοργ. 454C· οὐδεὶς οἶδε..., ἀλλ’ ὑπονοοῦμεν πάντες ἢ πιστεύομεν Μένανδρ. ἐν «Καρχηδονίῳ» 2· ἐάσας ὑπονοεῖν εἰς τοὔνομα, ἀφήσας ἡμᾶς νὰ εἰκάσωμεν..., Ἄλεξις ἐν Ἀδήλοις 35. 6. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 20.
English (Strong)
from ὑπό and νοιέω; to think under (privately), i.e. to surmise or conjecture: think, suppose, deem.
English (Thayer)
ὑπόνω; imperfect ὑπενωυν; from Herodotus down; to suppose, surmise: τίς, 4)); Acts 27:27>.
Greek Monotonic
ὑπονοέω: μέλ. -ήσω,
I. υποψιάζομαι, υποπτεύομαι, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· με αιτ. προσ. και απαρ., υποπτεύομαι ότι..., σε Ηρόδ.· τῶν λεγόντων ὑπενοεῖτε, αισθάνεστε υποψίες για τους ομιλητές, σε Θουκ.
II. γενικά, υποπτεύομαι, εικάζω, φαντάζομαι, πιθανολογώ, σχηματίζω, πλάθω, κατασκευάζω, φτιάχνω, κάνω προβλέψεις, εκτιμήσεις γύρω από, σε Αριστοφ.· απόλ., ὑπονοοῦντες, κατ' εικασία, σε Πλάτ.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to think secretly, suspect, Hdt., Eur., etc.:—c. acc. pers. et inf. to suspect that . ., Hdt.; τῶν λεγόντων ὑπενοεῖτε you feel suspicious of the speakers, Thuc.
II. generally, to suspect, conjecture, form guesses about, Ar.: absol., ὑπονοοῦντες by conjecture, Plat.
Chinese
原文音譯:Øponošw 虛坡-挪誒哦
詞類次數:動詞(3)
原文字根:在下-心思
字義溯源:設想,以為,臆測,逆料;由(ὑπό)*=被,在⋯下)與(νοέω)=理解)組成,而 (νοέω)出自(νοῦς)*=悟性)。參讀 (ἀναλογίζομαι)同義字
出現次數:總共(3);徒(3)
譯字彙編:
1) 以為(1) 徒27:27;
2) 所逆料的(1) 徒25:18;
3) 你們以為(1) 徒13:25
Lexicon Thucydideum
suspicari, to suspect, 1.68.2, 1.132.5, 3.82.5, 4.30.3, 6.76.2, 6.83.3, 7.73.1,
PASS. 6.16.2.
Translations
suspect
Ancient Greek: ἐξυπονοέω, ἐξυπονοῶ, καθυπονοέω, καθυπονοῶ, καθυποπτεύω, κατεικάζω, οἴομαι, ὀΐομαι, συνυποπτεύω, ὑπολαμβάνω, ὑπονοέω, ὑπονοῶ, ὑποπτεύω, ὑποτοπέω, ὑποτοπῶ, ὑφοράομαι, ὑφοράω, ὑφορῶ, ὑφορῶμαι; Belarusian: падазраваць, западозрыць; Bulgarian: подозирам, подозра; Catalan: sospitar; Chinese Mandarin: 懷疑/怀疑, 嫌疑; Danish: mistro; Dutch: wantrouwen, twijfelen aan, betwijfelen; Esperanto: suspekti; Finnish: epäillä; French: soupçonner; Galician: sospeitar; German: misstrauen; Greek: υποπτεύομαι; Hungarian: kételkedik, kétell, kételyei vannak … felől, kétségei vannak … felől; Irish: amhras a bheith agat ar; Javanese: cubriya, nyubriyani; Kabuverdianu: diskunfia, deskonfiá; Latin: suspicio; Macedonian: се сомнева; Portuguese: suspeitar; Russian: подозревать, заподозрить; Spanish: sospechar; Swedish: misstänka, vara tveksam till; Ukrainian: підозрювати, запідозрити; Yiddish: חושד זײַן