Anonymous

ἐκκορέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ"
m (Text replacement - "Étymologie:''' ἐκ," to "Étymologie:''' ἐκ,")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκκορέω''': μέλλ. -ήσω, σαρώνω, «σκουπίζω» [[καλῶς]], τὴν οἰκίαν Θεοφρ. Χαρ. 22· μεταφ., μὴ ἐκκόρει τὴν Ἑλλάδα, μὴ ἐρήμου αὐτήν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 59· καὶ μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως κόρης, τίς ἐξεκόρησέ σε; τίς σε ἐστέρησε τῆς κόρης σου; Ἀριστοφ. Θεσμ. 760: - [[καθόλου]], [[ἀποβάλλω]] (σκουπίζω), τὸν τῦφον, τὴν κραιπάλην Ἀλκίφρων 1. 37· ἐν τῷ παθ., ἐκκορηθείης σύ γε, «φύγε γρήγορα», νὰ «ξεκκουμβισθῇς», Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 328: - παροιμ. κόρε, ἐκκόρει κορώνην, παιδὶ ἀποδίωκε τὴν κορώνην· - ἐν ἀρχῇ γαμηλίου ὕμνου, - τῆς κορώνης θεωρουμένης ὡς οἰωνοῦ χηρείας, ἀλλὰ τὸ [[πρᾶγμα]] [[εἶναι]] σκοτεινόν, πρβλ. Ἑρμάνου Πονημάτ. 2. 327 κ.ἑξ. καὶ [[ἐναντίον]] [[αὐτοῦ]], Βοικχ. Ἑρμην. εἰς Πινδ. Π. 3. 16, Welcker Trilogie σ. 397 κ.ἑξ.
|lstext='''ἐκκορέω''': μέλλ. -ήσω, σαρώνω, «σκουπίζω» [[καλῶς]], τὴν οἰκίαν Θεοφρ. Χαρ. 22· μεταφ., μὴ ἐκκόρει τὴν Ἑλλάδα, μὴ ἐρήμου αὐτήν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 59· καὶ μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως κόρης, τίς ἐξεκόρησέ σε; τίς σε ἐστέρησε τῆς κόρης σου; Ἀριστοφ. Θεσμ. 760: - [[καθόλου]], [[ἀποβάλλω]] (σκουπίζω), τὸν τῦφον, τὴν κραιπάλην Ἀλκίφρων 1. 37· ἐν τῷ παθ., ἐκκορηθείης σύ γε, «φύγε γρήγορα», νὰ «ξεκκουμβισθῇς», Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 328: - παροιμ. κόρε, ἐκκόρει κορώνην, παιδὶ ἀποδίωκε τὴν κορώνην· - ἐν ἀρχῇ γαμηλίου ὕμνου, - τῆς κορώνης θεωρουμένης ὡς οἰωνοῦ χηρείας, ἀλλὰ τὸ [[πρᾶγμα]] [[εἶναι]] σκοτεινόν, πρβλ. Ἑρμάνου Πονημάτ. 2. 327 κ.ἑξ. καὶ [[ἐναντίον]] αὐτοῦ, Βοικχ. Ἑρμην. εἰς Πινδ. Π. 3. 16, Welcker Trilogie σ. 397 κ.ἑξ.
}}
}}
{{lsm
{{lsm