Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐκδέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ"
m (Text replacement - "Étymologie:''' ἐκ," to "Étymologie:''' ἐκ,")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[atar]], [[sujetar]], [[enganchar]]<br /><b class="num">a)</b> c. gen. de a qué se ata τὰς μὲν (δρῦς) ἔπειτα ... ἔκδεον ἡμιόνων <i>Il</i>.23.121, cf. Polyaen.4.19, πέτρης ἐκ πείσματα δήσας sujetando los cables a una roca</i>, <i>Od</i>.10.96, τοῦ τείχους ἐκδήσας κατεκρέμασε δίκτυα Aen.Tact.11.6, τὸ μειράκιον καὶ καλωδίου ἐκδήσας I.<i>AI</i> 2.31, τριχὸς ἐκδήσας αὑτὸν ἀπηγχόνισεν <i>AP</i> 11.91 (Lucill.), οὗ ζῴου λίνον ἐκδήσαντες Poll.9.124, γυναῖκα ... ἐκδήσαντες τῶν ποδῶν atando a una mujer por los pies</i> Dion.Alex.<i>Fr</i>.1.1 (p.7)<br /><b class="num">•</b>c. dos gen. τὴν κόρην τῆς πρύμνης τῶν ποδῶν ἐκδήσας atando a la joven a la proa por los pies</i> Apollod.3.15.8;<br /><b class="num">b)</b> c. giro prep. de gen. ῥάμμα ... ἐκ τοῦ ἄκρου Hp.<i>Mul</i>.1.20, τὴν τοῦ Νικάνορος προτομὴν ἐκ τῆς ἄκρας [[LXX]] 2<i>Ma</i>.15.35, τὴν μὲν μίαν ἀρχὴν [[αὐτοῦ]] ... ἔκ τινος μένοντος χωρίου Hero <i>Fr</i>.2.276, ἐκ τῶν πυλῶν ... θώμιγγας Ael.<i>VH</i> 3.26<br /><b class="num">•</b>c. prep. y ac. τὰς ἀρχὰς τοῦ ἱμάντος ... πρὸς ξύλον ἕτερον Paul.Aeg.6.117.3<br /><b class="num">•</b>c. ἐν y dat. τῇ συνεργίᾳ τοῦ ξύλου τοῦ ἐν αὑτῷ τὴν ... κόμην ἐκδήσαντος con ayuda del árbol que enganchó en sí la cabellera (de Absalón)</i>, Gr.Nyss.<i>Pss</i>.119.7;<br /><b class="num">c)</b> c. adv. σανίδας δ' ἐκδῆσαι ὄπισθε atrancar las hojas (de la puertas) desde fuera e.d. al salir</i>, <i>Od</i>.22.174, κηνεῖ ἐκδήσαντες τὸμ βοῦν <i>Sokolowski</i> 3.151A.31 (Cos IV a.C.);<br /><b class="num">d)</b> sin indic. de lugar μοτοῦν ὠμολίνῳ μοτῷ, λίνον ἐκδήσας Hp.<i>Morb</i>.2.47b;<br /><b class="num">e)</b> c. dat. instrum. χέρας βρόχοισιν E.<i>Andr</i>.556, αὐτὴν κάλῳ μεγάλῳ Luc.<i>VH</i> 2.42, τοῖς ῥάμμασιν ἐκδῆσαι Paul.Aeg.6.19;<br /><b class="num">f)</b> en v. pas. ἐκ δὲ τοῦ ΕΖ ἄξονος ἑτέρα σπάρτος ἐκδεθεῖσα Hero <i>Aut</i>.18.1, cf. <i>Spir</i>.1.17, λάρνακας ... σιδηραῖς ἁλύσεσιν ἐκδεδεμένας I.<i>AI</i> 14.423, τούτους ... ἐπὶ κοντῶν μεγάλων ἐκδεδεμένους Luc.<i>Hist.Cons</i>.29, τῶν ὤτων ἐκδεδεμένους τοὺς ἀνθρώπους πρὸς τὴν γλῶτταν hombres atados de las orejas a la lengua (de Heracles)</i>, Luc.<i>Herc</i>.5, cf. D.C.74.12.2;<br /><b class="num">g)</b> en v. med. mismo sent. σχοῖνον ... οὐδὲν εἶχον ὥστε ἐκδήσασθαι πεῖσμα Longus 2.13.3, c. dat. ἀκταῖσιν ἐκδήσαντο πλεκτὰς πεισμάτων ἀρχάς E.<i>Hipp</i>.761<br /><b class="num">•</b>c. gen. τῶν ἱμονιῶν ... τοὺς καδίσκους Ph.2.89<br /><b class="num">•</b>c. prep. y gen. τὸν νεκρὸν ... ἐκ τοῦ δίφρου <i>Tab.Il</i>.1g.96, ἀπὸ τοῦ ναοῦ τῆς Ἀθηνᾶς μήρινθον Aristodem.2<br /><b class="num">•</b>c. dat. instrum. ἄμμου σπυρίδα πλήρη βρόχοις ἐκδησάμενος Ph.2.326.<br /><b class="num">2</b> [[colgar en o de]] c. εἰς y ac. τὸ σπαρτίον τὸ κόκκινον τοῦτο ... εἰς τὴν θυρίδα [[LXX]] <i>Io</i>.2.18<br /><b class="num">•</b>c. ἐπί y dat. ἐπὶ προθύροισι ... ἐκδήσω τοὺς ἱκέτας στεφάνους <i>AP</i> 5.191 (Mel.).<br /><b class="num">3</b> fig. [[hacer depender]], [[vincular]] ἐπὶ τούτῳ ἐκδήσας κατάβαινε διαιρῶν una vez que hayas hecho depender (todo) de este principio prosigue dividiendo</i> Plot.3.3.1.<br /><b class="num">II</b> en v. med. [[colgar de uno mismo]], [[colgarse]] ἐκδησάμενος ἀγάλματα llevando colgadas imágenes</i> divinas, Hdt.4.76.
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[atar]], [[sujetar]], [[enganchar]]<br /><b class="num">a)</b> c. gen. de a qué se ata τὰς μὲν (δρῦς) ἔπειτα ... ἔκδεον ἡμιόνων <i>Il</i>.23.121, cf. Polyaen.4.19, πέτρης ἐκ πείσματα δήσας sujetando los cables a una roca</i>, <i>Od</i>.10.96, τοῦ τείχους ἐκδήσας κατεκρέμασε δίκτυα Aen.Tact.11.6, τὸ μειράκιον καὶ καλωδίου ἐκδήσας I.<i>AI</i> 2.31, τριχὸς ἐκδήσας αὑτὸν ἀπηγχόνισεν <i>AP</i> 11.91 (Lucill.), οὗ ζῴου λίνον ἐκδήσαντες Poll.9.124, γυναῖκα ... ἐκδήσαντες τῶν ποδῶν atando a una mujer por los pies</i> Dion.Alex.<i>Fr</i>.1.1 (p.7)<br /><b class="num">•</b>c. dos gen. τὴν κόρην τῆς πρύμνης τῶν ποδῶν ἐκδήσας atando a la joven a la proa por los pies</i> Apollod.3.15.8;<br /><b class="num">b)</b> c. giro prep. de gen. ῥάμμα ... ἐκ τοῦ ἄκρου Hp.<i>Mul</i>.1.20, τὴν τοῦ Νικάνορος προτομὴν ἐκ τῆς ἄκρας [[LXX]] 2<i>Ma</i>.15.35, τὴν μὲν μίαν ἀρχὴν αὐτοῦ ... ἔκ τινος μένοντος χωρίου Hero <i>Fr</i>.2.276, ἐκ τῶν πυλῶν ... θώμιγγας Ael.<i>VH</i> 3.26<br /><b class="num">•</b>c. prep. y ac. τὰς ἀρχὰς τοῦ ἱμάντος ... πρὸς ξύλον ἕτερον Paul.Aeg.6.117.3<br /><b class="num">•</b>c. ἐν y dat. τῇ συνεργίᾳ τοῦ ξύλου τοῦ ἐν αὑτῷ τὴν ... κόμην ἐκδήσαντος con ayuda del árbol que enganchó en sí la cabellera (de Absalón)</i>, Gr.Nyss.<i>Pss</i>.119.7;<br /><b class="num">c)</b> c. adv. σανίδας δ' ἐκδῆσαι ὄπισθε atrancar las hojas (de la puertas) desde fuera e.d. al salir</i>, <i>Od</i>.22.174, κηνεῖ ἐκδήσαντες τὸμ βοῦν <i>Sokolowski</i> 3.151A.31 (Cos IV a.C.);<br /><b class="num">d)</b> sin indic. de lugar μοτοῦν ὠμολίνῳ μοτῷ, λίνον ἐκδήσας Hp.<i>Morb</i>.2.47b;<br /><b class="num">e)</b> c. dat. instrum. χέρας βρόχοισιν E.<i>Andr</i>.556, αὐτὴν κάλῳ μεγάλῳ Luc.<i>VH</i> 2.42, τοῖς ῥάμμασιν ἐκδῆσαι Paul.Aeg.6.19;<br /><b class="num">f)</b> en v. pas. ἐκ δὲ τοῦ ΕΖ ἄξονος ἑτέρα σπάρτος ἐκδεθεῖσα Hero <i>Aut</i>.18.1, cf. <i>Spir</i>.1.17, λάρνακας ... σιδηραῖς ἁλύσεσιν ἐκδεδεμένας I.<i>AI</i> 14.423, τούτους ... ἐπὶ κοντῶν μεγάλων ἐκδεδεμένους Luc.<i>Hist.Cons</i>.29, τῶν ὤτων ἐκδεδεμένους τοὺς ἀνθρώπους πρὸς τὴν γλῶτταν hombres atados de las orejas a la lengua (de Heracles)</i>, Luc.<i>Herc</i>.5, cf. D.C.74.12.2;<br /><b class="num">g)</b> en v. med. mismo sent. σχοῖνον ... οὐδὲν εἶχον ὥστε ἐκδήσασθαι πεῖσμα Longus 2.13.3, c. dat. ἀκταῖσιν ἐκδήσαντο πλεκτὰς πεισμάτων ἀρχάς E.<i>Hipp</i>.761<br /><b class="num">•</b>c. gen. τῶν ἱμονιῶν ... τοὺς καδίσκους Ph.2.89<br /><b class="num">•</b>c. prep. y gen. τὸν νεκρὸν ... ἐκ τοῦ δίφρου <i>Tab.Il</i>.1g.96, ἀπὸ τοῦ ναοῦ τῆς Ἀθηνᾶς μήρινθον Aristodem.2<br /><b class="num">•</b>c. dat. instrum. ἄμμου σπυρίδα πλήρη βρόχοις ἐκδησάμενος Ph.2.326.<br /><b class="num">2</b> [[colgar en o de]] c. εἰς y ac. τὸ σπαρτίον τὸ κόκκινον τοῦτο ... εἰς τὴν θυρίδα [[LXX]] <i>Io</i>.2.18<br /><b class="num">•</b>c. ἐπί y dat. ἐπὶ προθύροισι ... ἐκδήσω τοὺς ἱκέτας στεφάνους <i>AP</i> 5.191 (Mel.).<br /><b class="num">3</b> fig. [[hacer depender]], [[vincular]] ἐπὶ τούτῳ ἐκδήσας κατάβαινε διαιρῶν una vez que hayas hecho depender (todo) de este principio prosigue dividiendo</i> Plot.3.3.1.<br /><b class="num">II</b> en v. med. [[colgar de uno mismo]], [[colgarse]] ἐκδησάμενος ἀγάλματα llevando colgadas imágenes</i> divinas, Hdt.4.76.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκδέω''': μέλλ. -δήσω, δένω τι ἔκ τινος, προσδένω εἴς τι, ἐξαρτῶ, μετὰ γεν. πέτρης ἐκ πείσματα δήσας Ὀδ. Κ. 96· [[δρῦς]] ἔκδεον ἡμιόνων, ἔδενον τὰς [[δρῦς]] εἰς τὰς ἡμιόνους [[ὅπως]] ἕλκωσιν αὐτάς, Ψ. 121· ἀπολ., σανίδας ἐκδῆσαι [[ὄπισθεν]], κλεῖσαι, στερεῶσαι, δῆσαι τὴν θύραν [[ὄπισθεν]] διὰ τοῦ ἱμάντος, ἢ κατὰ τὸν Merry νὰ δέσωσι σανίδας εἰς τὴν ῥάχιν [[αὐτοῦ]] πρὸς τιμωρίαν (πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 931, 940), Ὀδ. Χ. 174· χέρας βρόχοισιν ἐκδήσαντες Εὐρ. Ἀνδρ. 556: - Μέσ., δένω τι «[[ἐπάνω]] μου», [[κρεμῶ]] τι περὶ ἐμαυτόν, ἐκδήσασθαι ἀγάλματα, προστηθίδια ἢ τύπους τινάς, Ἡρόδ. 4. 76· [[ὡσαύτως]], δένω ἢ στερεώνω δι’ ἐμαυτόν, ἀκταῖσιν... πεισμάτων ἀρχάς, τὰς ἄκρας τῶν [[σχοινίων]], Εὐρ. Ἱππ. 761· τὸν νεκρὸν ἐκ τοῦ δίφρου Συλλ. Ἐπιγρ. 6125. 96.
|lstext='''ἐκδέω''': μέλλ. -δήσω, δένω τι ἔκ τινος, προσδένω εἴς τι, ἐξαρτῶ, μετὰ γεν. πέτρης ἐκ πείσματα δήσας Ὀδ. Κ. 96· [[δρῦς]] ἔκδεον ἡμιόνων, ἔδενον τὰς [[δρῦς]] εἰς τὰς ἡμιόνους [[ὅπως]] ἕλκωσιν αὐτάς, Ψ. 121· ἀπολ., σανίδας ἐκδῆσαι [[ὄπισθεν]], κλεῖσαι, στερεῶσαι, δῆσαι τὴν θύραν [[ὄπισθεν]] διὰ τοῦ ἱμάντος, ἢ κατὰ τὸν Merry νὰ δέσωσι σανίδας εἰς τὴν ῥάχιν αὐτοῦ πρὸς τιμωρίαν (πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 931, 940), Ὀδ. Χ. 174· χέρας βρόχοισιν ἐκδήσαντες Εὐρ. Ἀνδρ. 556: - Μέσ., δένω τι «[[ἐπάνω]] μου», [[κρεμῶ]] τι περὶ ἐμαυτόν, ἐκδήσασθαι ἀγάλματα, προστηθίδια ἢ τύπους τινάς, Ἡρόδ. 4. 76· [[ὡσαύτως]], δένω ἢ στερεώνω δι’ ἐμαυτόν, ἀκταῖσιν... πεισμάτων ἀρχάς, τὰς ἄκρας τῶν [[σχοινίων]], Εὐρ. Ἱππ. 761· τὸν νεκρὸν ἐκ τοῦ δίφρου Συλλ. Ἐπιγρ. 6125. 96.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth