3,274,313
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thavmazo | |Transliteration C=thavmazo | ||
|Beta Code=qauma/zw | |Beta Code=qauma/zw | ||
|Definition=Ion. [[θωμάζω]], Att. <br><span class="bld">A</span>fut. θαυμάσομαι A.''Pr.''476, E.''Alc.''157, Pl.''Prm.''129c, Ep. θαυμάσσομαι Il.18.467; also θαυμάσω Hp.''Nat.Puer.'' 29, Plu.2.823f, etc. (in X.''Cyr.''5.2.12 [[θαυμάζουσι]] is restored for <b class="b3">θαυμάσουσι, θαυμάσετε</b> is [[varia lectio|v.l.]] for [[θαυμάσαιτε]], Id.''HG''5.1.14): aor. ἐθαύμασα A.''Th.''772 (lyr.), etc., Ep. θαύμασα ''h.Merc.''414: pf. τεθαύμακα X.''Mem.''1.4.2, etc.:—Med., Gal.''Med.Phil.''2 ([[varia lectio|v.l.]]), Ael.''VH''12.30: aor. 1 [[ἐθαυμασάμην]] [[varia lectio|v.l.]] in Aesop.92; <b class="b3">οὐκ ἂν θαυμας ώμεθα</b> (leg. <b class="b3">θαυμασαίμεθα</b>) Procl.''in Prm.''p.750S.; [[θαυμάσαιτο]] [[varia lectio|v.l.]] in J.''BJ''3.5.1:—Pass., fut. θαυμασθήσομαι Isoc.6.105, Th.2.41: aor. ἐθαυμάσθην Id.6.12: pf. τεθαύμασμαι Plb.4.82.1.<br><span class="bld">1</span> abs., [[wonder]], [[marvel]], Il.24.394, Pl.''Hp.Ma.''282e, etc.<br><span class="bld">2</span> c. acc., [[marvel at]], Il.24.631, etc.; πτόλεμόν τε μάχην τε 13.11; τύχη θαυμάσαι μὲν ἀξία S.''OT''777, cf. ''OC''1152, ''El.''393:—Pass., <b class="b3">ὡς τέρας | |Definition=Ion. [[θωμάζω]], Att. <br><span class="bld">A</span>fut. θαυμάσομαι A.''Pr.''476, E.''Alc.''157, Pl.''Prm.''129c, Ep. θαυμάσσομαι Il.18.467; also θαυμάσω Hp.''Nat.Puer.'' 29, Plu.2.823f, etc. (in X.''Cyr.''5.2.12 [[θαυμάζουσι]] is restored for <b class="b3">θαυμάσουσι, θαυμάσετε</b> is [[varia lectio|v.l.]] for [[θαυμάσαιτε]], Id.''HG''5.1.14): aor. ἐθαύμασα A.''Th.''772 (lyr.), etc., Ep. θαύμασα ''h.Merc.''414: pf. τεθαύμακα X.''Mem.''1.4.2, etc.:—Med., Gal.''Med.Phil.''2 ([[varia lectio|v.l.]]), Ael.''VH''12.30: aor. 1 [[ἐθαυμασάμην]] [[varia lectio|v.l.]] in Aesop.92; <b class="b3">οὐκ ἂν θαυμας ώμεθα</b> (leg. <b class="b3">θαυμασαίμεθα</b>) Procl.''in Prm.''p.750S.; [[θαυμάσαιτο]] [[varia lectio|v.l.]] in J.''BJ''3.5.1:—Pass., fut. θαυμασθήσομαι Isoc.6.105, Th.2.41: aor. ἐθαυμάσθην Id.6.12: pf. τεθαύμασμαι Plb.4.82.1.<br><span class="bld">1</span> abs., [[wonder]], [[marvel]], Il.24.394, Pl.''Hp.Ma.''282e, etc.<br><span class="bld">2</span> c. acc., [[marvel at]], Il.24.631, etc.; πτόλεμόν τε μάχην τε 13.11; τύχη θαυμάσαι μὲν ἀξία S.''OT''777, cf. ''OC''1152, ''El.''393:—Pass., <b class="b3">ὡς τέρας θαυμάζεται</b> Hdt.4.28; <b class="b3">μὴ παρὼν θαυμάζεται</b> I [[wonder]] why he is not [[present]], S.''OT'' 289.<br><span class="bld">b</span> [[honour]], [[admire]], [[worship]], once in Hom. (but cf. [[θαυμαίνω]]), οὔτε τι θαυμάζειν… οὔτ' ἀγάασθαι Od.16.203; freq. later, as Hdt.3.80, A.''Th.''772 (lyr.), S.''Aj.''1093, etc.; θαυμάζω τύμβον πατρός E.''El.''519; μηδὲ τὸν πλοῦτον μηδὲ τὴν δόξαν τὴν τούτων θαυμάζετε, ἀλλ' ὑμᾶς αὐτούς D. 21.210; [[μηδὲν θαυμάζειν]], Lat. [[nil admirari]], Plu.2.44b; technically, of the [[attendance]] of small birds on the [[owl]], Arist.''HA''609a15; [[θαυμάζω πρόσωπον]] to [[show respect to]] a person, i.e. [[comply with]] their [[request]], [[LXX]] ''Ge.'' 19.21; <b class="b3">θαυμάζω τινά τινος</b> [[for]] a thing, Th.6.36; θαυμάζω τινὰ ἐπὶ σοφίᾳ Pl.''Tht.'' 161c, X.''Mem.''1.4.2; ἀπὸ τοῦ σώματος τὸν νεανίσκον Plu.''Rom.''7:— Pass., to [[be admired]], Hdt.7.204; ὑπό τινος Id.3.82; ἔν τινι Th.2.39; τῶν προγεγενημένων μᾶλλον θαυμαθησόμεθα Isoc.6.105; <b class="b3">τοὺς ὁμοίως τεθαυμασμένους [ποιητάς</b>] Phld.''Po.''5.31; διά τι Isoc.4.59: c. gen., τῆς ῥώμης Philostr.''VA''7.42; χάρις δ' ἀφ' ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεται A. ''Th.''703; <b class="b3">τὰ εἰκότα θαυμάζομαι</b> to [[receive]] [[proper]] [[mark]]s of [[respect]], Th.1.38; θαυμάζω τινί Id.7.63.<br><span class="bld">c</span> [[say with astonishment]], ἵνα μηδεὶς… εἶτα τότ' οὐκ ἔλεγες ταῦτα…; θαυμάζῃ D.19.25.<br><span class="bld">3</span> c. gen., [[wonder at]], [[marvel at]], [[τούτου]] (cj. for [[τοῦτο]]) Lys.7.23: c. part., ὃ δ' ἐθαύμασά σου λέγοντος Pl.''Prt.''329c, cf. ''Cri.''50c; θ. τῶν προθέντων αὖθις λέγειν Th.3.38; <b class="b3">θαυμάζω τί τινος</b> to [[wonder]] at a thing in a person, E.''Hipp.''1041; ὃ θ. τοῦ ἑταίρου Pl.''Tht.''161b, cf. ''R.''376a: c. dupl. gen., θ. τούτου τῆς διανοίας Lys.3.44:—these phrases are used in Att. as a civil mode of expressing dissent.<br><span class="bld">4</span> rarely c. dat. rei, to [[wonder at]], Th.4.85.<br><span class="bld">5</span> followed by Preps., τὰ θαυμαζόμενα περί τινος Pl.''Ti.''80c; θαυμάζω περί τινος τί τῇ τέχνῃ συμβάλλεται Sosip.1.37; ἐπί σου θαυμάζω, πῶς δύνῃ… Plb.23.5.12; θαυμάσονται ἐπ' αὐτῇ [[LXX]] ''Le.''26.32.<br><span class="bld">6</span> freq. followed by an interrog. sentence, θαυμάζομεν οἷον ἐτύχθη Il.2.320; θ. ὅστις ἔσται ὁ ἀντερῶν Th.3.38; θαυμάζοντες τί ἔσοιτο ἡ [[πολιτεία]] X. ''HG''2.3.17; θ. ὡς οὔπω πάρεισιν Th.1.90, cf. X.''Cyr.''1.4.20, etc.; [[θαυμάζω ὅτι]] = [[I wonder at the fact that]]…, Pl.''R.''489a; πολλάκις τεθαύμακα ὅπως… ''Com.Adesp.''22.46D.; but more commonly, [[θαυμάζω εἰ]]… [[I wonder if]]…, as a more polite way of saying I [[wonder]] that…, Hdt.1.155, S. ''OC''1140, Pl.''Phd.''97a; ἐὰν… λέγω, μηδὲν θαυμάσῃς Id.''Smp.''215a; ὃ καὶ θαυμάζω, εἰ… D.19.86; <b class="b3">θαύμαζον ἀκούων, εἰ σὺ μὴ εἴης</b>…, Lat. [[mirum ni]]…, Ar.''Pax''1292 (hex.).—This construction is freq. combined with one or other of the foregoing.<br><span class="bld">b</span> c. acc., θαύμαζ' Ἀχιλῆα, ὅσσος ἔην οἷός τε Il.24.629; <b class="b3">Τηλέμαχον θαύμαζον, ὃ θαρσαλέως ἀγόρευε</b> they [[marvel]]led at [[Telemachus]], that he spake so boldly, Od. 1.382; <b class="b3">τὸ δὲ θαυμάζεσκον</b> (Ion. impf.), ὡς… 19.229; θ. σοῦ γλῶσσαν, ὡς [[θρασύστομος]] A.''Ag.''1399, etc.: sometimes without a connective, ἀλλὰ τὸ θαυμάζω· ἴδον… Od.4.655; σοῦ… θαυμάσας ἔχω τόδε· χρῆν γὰρ… S. ''Ph.''1362: sometimes c. inf., θαυμάζομεν Ἕκτορα δῖον, αἰχμητὴν ἔμεναι Il.5.601.<br><span class="bld">c</span> c. gen., <b class="b3">θ. τινός, ἥντινα γνώμην ἔχων κτλ</b>. Antipho 1.5; θ. τῶν… ἐχόντων ὅπως οὐ λέγουσιν Isoc.3.3; θ. αὐτοῦ τί τολμήσει λέγειν D.24.66; θαυμάζω τινὸς ὅτι… Isoc.4.1; <b class="b3">θ. τῶν δυναστευόντων εἰ ἡγοῦνται</b> I [[wonder at]] men in [[power]] supposing, ib.170; ὑμῶν θ. εἰ μὴ βοηθήσετε X.''HG''2.3.53; also θ. αὐτοῦ… τοῦτο, ὡς… Pl.''Phd.''89a.<br><span class="bld">7</span> c. acc. et inf., <b class="b3">πενθεῖν οὔ σε θ</b>. E.''Med.''268, cf. ''Alc.''1130: after a gen., θαυμάζω δέ σου… κυρεῖν λέγουσαν A.''Ag.''1199. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θαυμάζω''': Ἰων. θωυμ- ἢ [[μᾶλλον]] θωμ- (Ἴδε [[θαῦμα]])· Ἀττ. μέλλ. θαυμάσομαι Αἰσχύλ. Πρ. 476, Εὐρ. Ἀλκ. 157, Πλάτ., θαυμάσσομαι Ἰλ. Ξ. 467· μέλλ. θαυμάσω Ἱππ. 246. 9, Πλούτ. καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς (ἐν Ξεν. Ἑλλ. 5, 1, 14, θαυμάζουσι, ἐκ διορθώσεως ἀντὶ -σουσι, ἐν Κύρ. 5. 2, 12 θαυμάσαιτε ἀντὶ -σετε)· ἀόρ. ἐθαύμασα Ἀττ., Ἐπ. θαύμασα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 414· πρκμ. τεθαύμακα Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 2, κτλ. - Μέσ., Γαλην., Πρόκλ., κτλ. - Παθ. μέλλ. -ασθήσομαι Θουκ., κτλ.· ἀόρ. ἐθαυμάσθην ὁ αὐτ.· πρκμ. τεθαύμασμαι Πολύβ. 4. 82, 1. ΙΙ. ἀπολ., [[θαυμάζω]], εἶμαι [[ἔκθαμβος]], Ἰλ. Ω. 394, κτλ.· πρβλ. [[θαύμας]]. 2) μετ’ αἰτ., [[βλέπω]] τι μετὰ θαυμασμοῦ καὶ ἐκπλήξεως, ἐκπλήττομαι διά τι, Ἰλ. Ω. 631, Ὀδ. Α. 382· θ. πόλεμόν τε μάχην τε Ἰλ. Ν. 11· συχν. παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ.· [[τύχη]] θαυμάσαι μὲν [[ἀξία]] Σοφ. Ο. T. 777, πρβλ, Ο. Κ. 1152, Ἠλ. 393. β) θεωρῶ μετὰ θαυμασμοῦ καὶ σεβασμοῦ, τιμῶ, [[θαυμάζω]], Λατ. admirari, observare, μόνον [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ. (ἀλλὰ πρβλ. [[θαυμαίνω]]), [[οὔτε]] τι θαυμάζειν..., οὔτ’ [[ἀγάασθαι]] Ὀδ. Π. 203· ἀλλὰ συχν. παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]], [[οἷον]] Ἡρόδ. 3. 80, Αἰσχύλ. Θήβ. 772, Σοφ. Αἴ. 1093, κτλ.· θ. τύμβον πατρὸς Εὐρ. Ἠλ. 519· [[μηδὲ]] τὸν πλοῦτον [[μηδὲ]] τὴν δόξαν τὴν τούτων θαυμάζητε, ἀλλ’ ὑμᾶς αὐτοὺς Δημ. 582. 5· μηδὲν θ., Λατ. nil admirare, Πλούτ. 2. 44Β· ὁ Ἀριστ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν πρὸς δήλωσιν θεραπείας μικρῶν πτηνῶν πρὸς τὴν γλαῦκα, Ι. Ζ. 9.1,15· - θ. τινά τινος, διὰ τι [[πρᾶγμα]], Θουκ. 6. 36, Ἰσοκρ. 137D· θ. τινὰ ἐπὶ σοφίᾳ Πλάτ. Θεαιτ. 161C, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 2· διά τι Ἰσοκρ. 52D· ἀπό τίνος Πλούτ. Ρωμ. 7. γ) [[λέγω]] μετὰ θαυμασμοῦ, μετ’ ἐκπλήξεως, ἵνα μηδεὶς... [[εἶτα]] τότ’ οὐκ ἔλεγες [[ταῦτα]].., θαυμάζῃ Δημ. 349. 3. 3) μετὰ γεν., [[θαυμάζω]], ἐκπλήττομαι ἐπί τινι, Θουκ. 3. 38, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 53, Ἰσοκρ. 27Β· μετὰ μετοχ., θ. σοῦ λέγοντος Πλάτ. Πρωτ. 329Β, πρβλ. Κρίτ. 50C· θ. τῶν προθέντων [[αὖθις]] λέγειν Θουκ. 3. 38· θαμ. τί τινος, [[θαυμάζω]] πρόσωπόν τι διά τι [[πρᾶγμα]], Σοφ. Φ. 1362, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1041· ὃ [[θαυμάζω]] τοῦ ἑταίρου Πλάτ. Θεαιτ. 161Β, πρβλ. Πολ. 376C· [[ὡσαύτως]] μετὰ διπλῆς γεν., θ. τούτου τῆς διανοίας Λυσ. 100. 16· - αἱ φράσεις αὗται εἶνε ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. ὡς εὐγενὴς [[τρόπος]] πρὸς δήλωσιν διαφωνίας. 4) σπανίως μετὰ δοτ. πράγμ., [[θαυμάζω]] διά τι, Θουκ. 4. 85., 7. 63. 5) ἑπομένης προθέσ., [[περί]] τινος Πλάτ. Tίμ. 80C· θ. [[περί]] τινος τί τῇ τέχνῃ συμβάλλεται Σώσιπ. Καταψ. 1. 37. β) [[συχνάκις]] ἀκολουθεῖ ἐξηρτημένη [[πρότασις]], θαυμάζομεν, [[οἷον]] ἐτύχθη Ἰλ. Β. 320· θ. [[ὅστις]] ἔσται ὁ ἀντερῶν Θουκ. 3. 38· θαυμάζοντες τί ἔσοιτο ἡ [[πολιτεία]] Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 17· θ. ὡς οὔ πω πάρεισι Θουκ. 1. 90, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1. 4, 20, κτλ.· - παρ’ Ἀττ., θ. ὅτι Πλάτ. Πολ. 489Α· ἀλλὰ τοῦτο συνηθέστερον ἐκφέρεται διὰ τοῦ ἐνδοιαστικοῦ τύπου [[θαυμάζω]] εἰ..., [[θαυμάζω]] ἐάν..., ὡς εὐγενέστερος [[τρόπος]] ἐκφράσεως ἀντὶ [[θαυμάζω]] ὅτι..., Ἡρόδ. 1. 155, Σοφ. Ο.Κ. 1140, Πλάτ. Φαίδωνι 97Α, Συμπ. 215Α· ὃ καὶ [[θαυμάζω]], εἰ..., Δημ. 368. 12· θ. εἰ μή..., Λατ. mirum ni..., Ἀριστοφ. Εἰρ. 1292. - Ἡ [[σύνταξις]] αὕτη [[συχνάκις]] συνδυάζεται μετὰ μιᾶς ἢ δύο ἐκ των προηγηθεισῶν. β) μετ’ αἰτ., ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, θαύμαζ’ Ἀχιλῆα, [[ὅσσος]] ἔην οἷός τε Ἰλ. Ω. 629, πρβλ. 2. 392· Τηλέμαχον θαύμαζον, ὃ θαρσαλέως ἀγόρευεν, ἐθαύμαζον τὸν Τηλέμαχον ὅτι μετὰ θάρρους ὡμίλει, Ὀδ. Α. 382, Σ. 411, Υ. 269· τὸ δὲ θαυμάζεσκον (Ἰων. παρατ.) ὡς... T. 229· θ. σοῦ γλῶσσαν, ὡς [[θρασύστομος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1399, κτλ.· - [[ἐνίοτε]] καὶ παραλειπομένου τοῦ ὡς, ἀλλὰ τὸ [[θαυμάζω]]· ἴδον..., Ὀδ. Δ. 655· θαυμάσας ἔχω τόδε· χρῆν γὰρ.., Σοφ. Φ. 1362· - [[ἐνίοτε]] μετ’ ἀπαρ., θαυμάζομεν Ἕκτορα [[δῖον]], αἰχμητὴν ἔμεναι (ἀντὶ οἷός ἐστιν) Ἰλ. Ε. 601. γ) μετὰ γεν. κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, θαυμ. τινός, ἥντινα γνώμην ἔχων κτλ., Ἀντιφῶν 112. 7· - θ. τῶν.. ἐχόντων [[ὅπως]] οὐ λέγουσι Ἰσοκρ. 27Β· θαυμ. [[αὐτοῦ]] τί τολμήσει λέγειν Δημ. 721. 27· [[θαυμάζω]] τιν’... ὅτι..., Ἰσοκρ. 41Α· θαυμ. τῶν δυναστευόντων εἰ ἡγοῦνται, [[θαυμάζω]] τοὺς ἐν δυναστείᾳ (ἀρχῇ) ὄντας ἐὰν νομίζωσιν, ὁ αὐτ. 76Β· ὑμῶν θ. εἰ μὴ βοηθήσετε Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 52· - [[ὡσαύτως]], θ. [[αὐτοῦ]].. τοῦτο, ὡς.., Πλάτ. Φαίδ. 89Α. 7) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., θ. σε πενθεῖν Εὐρ. Μηδ. 268, πρβλ. Ἀλκ. 1130· ἀλλὰ καὶ μετὰ γεν. ἀντὶ αἰτ., [[θαυμάζω]] δέ σου.. κυρεῖν λέγουσαν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1199. ΙΙ. Παθ., βλέπομαι μετὰ θαυμασμοῦ, Ἡρόδ. 4. 28· θαυμάζεται μὴ παρών, κινεῖ τὸν θαυμασμὸν εἰ (ὅτι) μὴ πάρεστι, Σοφ. Ο.T. 289. 2) θαυμάζομαι, Ἡρόδ. 3. 82., 7. 204· [[χάρις]] δ’ ἀφ’ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεται Αἰσχύλ. Θήβ. 703· τὰ εἰκότα | |lstext='''θαυμάζω''': Ἰων. θωυμ- ἢ [[μᾶλλον]] θωμ- (Ἴδε [[θαῦμα]])· Ἀττ. μέλλ. θαυμάσομαι Αἰσχύλ. Πρ. 476, Εὐρ. Ἀλκ. 157, Πλάτ., θαυμάσσομαι Ἰλ. Ξ. 467· μέλλ. θαυμάσω Ἱππ. 246. 9, Πλούτ. καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς (ἐν Ξεν. Ἑλλ. 5, 1, 14, θαυμάζουσι, ἐκ διορθώσεως ἀντὶ -σουσι, ἐν Κύρ. 5. 2, 12 θαυμάσαιτε ἀντὶ -σετε)· ἀόρ. ἐθαύμασα Ἀττ., Ἐπ. θαύμασα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 414· πρκμ. τεθαύμακα Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 2, κτλ. - Μέσ., Γαλην., Πρόκλ., κτλ. - Παθ. μέλλ. -ασθήσομαι Θουκ., κτλ.· ἀόρ. ἐθαυμάσθην ὁ αὐτ.· πρκμ. τεθαύμασμαι Πολύβ. 4. 82, 1. ΙΙ. ἀπολ., [[θαυμάζω]], εἶμαι [[ἔκθαμβος]], Ἰλ. Ω. 394, κτλ.· πρβλ. [[θαύμας]]. 2) μετ’ αἰτ., [[βλέπω]] τι μετὰ θαυμασμοῦ καὶ ἐκπλήξεως, ἐκπλήττομαι διά τι, Ἰλ. Ω. 631, Ὀδ. Α. 382· θ. πόλεμόν τε μάχην τε Ἰλ. Ν. 11· συχν. παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ.· [[τύχη]] θαυμάσαι μὲν [[ἀξία]] Σοφ. Ο. T. 777, πρβλ, Ο. Κ. 1152, Ἠλ. 393. β) θεωρῶ μετὰ θαυμασμοῦ καὶ σεβασμοῦ, τιμῶ, [[θαυμάζω]], Λατ. admirari, observare, μόνον [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ. (ἀλλὰ πρβλ. [[θαυμαίνω]]), [[οὔτε]] τι θαυμάζειν..., οὔτ’ [[ἀγάασθαι]] Ὀδ. Π. 203· ἀλλὰ συχν. παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]], [[οἷον]] Ἡρόδ. 3. 80, Αἰσχύλ. Θήβ. 772, Σοφ. Αἴ. 1093, κτλ.· θ. τύμβον πατρὸς Εὐρ. Ἠλ. 519· [[μηδὲ]] τὸν πλοῦτον [[μηδὲ]] τὴν δόξαν τὴν τούτων θαυμάζητε, ἀλλ’ ὑμᾶς αὐτοὺς Δημ. 582. 5· μηδὲν θ., Λατ. nil admirare, Πλούτ. 2. 44Β· ὁ Ἀριστ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν πρὸς δήλωσιν θεραπείας μικρῶν πτηνῶν πρὸς τὴν γλαῦκα, Ι. Ζ. 9.1,15· - θ. τινά τινος, διὰ τι [[πρᾶγμα]], Θουκ. 6. 36, Ἰσοκρ. 137D· θ. τινὰ ἐπὶ σοφίᾳ Πλάτ. Θεαιτ. 161C, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 2· διά τι Ἰσοκρ. 52D· ἀπό τίνος Πλούτ. Ρωμ. 7. γ) [[λέγω]] μετὰ θαυμασμοῦ, μετ’ ἐκπλήξεως, ἵνα μηδεὶς... [[εἶτα]] τότ’ οὐκ ἔλεγες [[ταῦτα]].., θαυμάζῃ Δημ. 349. 3. 3) μετὰ γεν., [[θαυμάζω]], ἐκπλήττομαι ἐπί τινι, Θουκ. 3. 38, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 53, Ἰσοκρ. 27Β· μετὰ μετοχ., θ. σοῦ λέγοντος Πλάτ. Πρωτ. 329Β, πρβλ. Κρίτ. 50C· θ. τῶν προθέντων [[αὖθις]] λέγειν Θουκ. 3. 38· θαμ. τί τινος, [[θαυμάζω]] πρόσωπόν τι διά τι [[πρᾶγμα]], Σοφ. Φ. 1362, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1041· ὃ [[θαυμάζω]] τοῦ ἑταίρου Πλάτ. Θεαιτ. 161Β, πρβλ. Πολ. 376C· [[ὡσαύτως]] μετὰ διπλῆς γεν., θ. τούτου τῆς διανοίας Λυσ. 100. 16· - αἱ φράσεις αὗται εἶνε ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. ὡς εὐγενὴς [[τρόπος]] πρὸς δήλωσιν διαφωνίας. 4) σπανίως μετὰ δοτ. πράγμ., [[θαυμάζω]] διά τι, Θουκ. 4. 85., 7. 63. 5) ἑπομένης προθέσ., [[περί]] τινος Πλάτ. Tίμ. 80C· θ. [[περί]] τινος τί τῇ τέχνῃ συμβάλλεται Σώσιπ. Καταψ. 1. 37. β) [[συχνάκις]] ἀκολουθεῖ ἐξηρτημένη [[πρότασις]], θαυμάζομεν, [[οἷον]] ἐτύχθη Ἰλ. Β. 320· θ. [[ὅστις]] ἔσται ὁ ἀντερῶν Θουκ. 3. 38· θαυμάζοντες τί ἔσοιτο ἡ [[πολιτεία]] Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 17· θ. ὡς οὔ πω πάρεισι Θουκ. 1. 90, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1. 4, 20, κτλ.· - παρ’ Ἀττ., θ. ὅτι Πλάτ. Πολ. 489Α· ἀλλὰ τοῦτο συνηθέστερον ἐκφέρεται διὰ τοῦ ἐνδοιαστικοῦ τύπου [[θαυμάζω]] εἰ..., [[θαυμάζω]] ἐάν..., ὡς εὐγενέστερος [[τρόπος]] ἐκφράσεως ἀντὶ [[θαυμάζω]] ὅτι..., Ἡρόδ. 1. 155, Σοφ. Ο.Κ. 1140, Πλάτ. Φαίδωνι 97Α, Συμπ. 215Α· ὃ καὶ [[θαυμάζω]], εἰ..., Δημ. 368. 12· θ. εἰ μή..., Λατ. mirum ni..., Ἀριστοφ. Εἰρ. 1292. - Ἡ [[σύνταξις]] αὕτη [[συχνάκις]] συνδυάζεται μετὰ μιᾶς ἢ δύο ἐκ των προηγηθεισῶν. β) μετ’ αἰτ., ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, θαύμαζ’ Ἀχιλῆα, [[ὅσσος]] ἔην οἷός τε Ἰλ. Ω. 629, πρβλ. 2. 392· Τηλέμαχον θαύμαζον, ὃ θαρσαλέως ἀγόρευεν, ἐθαύμαζον τὸν Τηλέμαχον ὅτι μετὰ θάρρους ὡμίλει, Ὀδ. Α. 382, Σ. 411, Υ. 269· τὸ δὲ θαυμάζεσκον (Ἰων. παρατ.) ὡς... T. 229· θ. σοῦ γλῶσσαν, ὡς [[θρασύστομος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1399, κτλ.· - [[ἐνίοτε]] καὶ παραλειπομένου τοῦ ὡς, ἀλλὰ τὸ [[θαυμάζω]]· ἴδον..., Ὀδ. Δ. 655· θαυμάσας ἔχω τόδε· χρῆν γὰρ.., Σοφ. Φ. 1362· - [[ἐνίοτε]] μετ’ ἀπαρ., θαυμάζομεν Ἕκτορα [[δῖον]], αἰχμητὴν ἔμεναι (ἀντὶ οἷός ἐστιν) Ἰλ. Ε. 601. γ) μετὰ γεν. κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, θαυμ. τινός, ἥντινα γνώμην ἔχων κτλ., Ἀντιφῶν 112. 7· - θ. τῶν.. ἐχόντων [[ὅπως]] οὐ λέγουσι Ἰσοκρ. 27Β· θαυμ. [[αὐτοῦ]] τί τολμήσει λέγειν Δημ. 721. 27· [[θαυμάζω]] τιν’... ὅτι..., Ἰσοκρ. 41Α· θαυμ. τῶν δυναστευόντων εἰ ἡγοῦνται, [[θαυμάζω]] τοὺς ἐν δυναστείᾳ (ἀρχῇ) ὄντας ἐὰν νομίζωσιν, ὁ αὐτ. 76Β· ὑμῶν θ. εἰ μὴ βοηθήσετε Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 52· - [[ὡσαύτως]], θ. [[αὐτοῦ]].. τοῦτο, ὡς.., Πλάτ. Φαίδ. 89Α. 7) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., θ. σε πενθεῖν Εὐρ. Μηδ. 268, πρβλ. Ἀλκ. 1130· ἀλλὰ καὶ μετὰ γεν. ἀντὶ αἰτ., [[θαυμάζω]] δέ σου.. κυρεῖν λέγουσαν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1199. ΙΙ. Παθ., βλέπομαι μετὰ θαυμασμοῦ, Ἡρόδ. 4. 28· θαυμάζεται μὴ παρών, κινεῖ τὸν θαυμασμὸν εἰ (ὅτι) μὴ πάρεστι, Σοφ. Ο.T. 289. 2) θαυμάζομαι, Ἡρόδ. 3. 82., 7. 204· [[χάρις]] δ’ ἀφ’ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεται Αἰσχύλ. Θήβ. 703· τὰ εἰκότα θαυμάζομαι, [[λαμβάνω]] τὰς προσηκούσας τιμάς, Θουκ. 1. 38. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θαυμάζω:''' Ιων. θωϋμ- ή θωμ-, Αττ. μέλ. <i>θαυμάσομαι</i>, Επικ. [[θαυμάσσομαι]], αόρ. αʹ <i>ἐθαύμᾰσα</i>, παρακ. <i>τεθαύμᾰκα</i>· — Παθ., μέλλ. <i>-ασθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐθαυμάσθην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> απόλ., [[θαυμάζω]], [[μένω]] [[έκθαμβος]], είμαι [[έκπληκτος]], σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ. <b>2. α)</b> με αιτ., [[βλέπω]] [[κάτι]] με θαυμασμό και [[έκπληξη]], καταπλήσσομαι, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ. <b>β)</b> [[κοιτάζω]] [[κάτι]] με θαυμασμό και σεβασμό, [[τιμώ]], [[θαυμάζω]], [[λατρεύω]], Λατ. admirari, abservare, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· [[θαυμάζω]] τινά τινος, για ένα [[πράγμα]], σε Θουκ.· [[ἐπί]] τινι, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> με γεν., θαυμάζομαι, εκπλήσσομαι με, σε Θουκ., κ.λπ.· ἐθαύμασά [[σου]] λέγοντος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> με δοτ. πράγμ., [[θαυμάζω]] για [[κάτι]], σε Θουκ.<br /><b class="num">5.</b> με αιτ. και απαρ., [[θαυμάζω]] σε πενθεῖν, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., ατενίζομαι με θαυμασμό, σε Ηρόδ.· θαυμάζεται μὴ [[παρών]], δηλ. συνεχίζει να μου προκαλεί [[έκπληξη]] που δεν παρίσταται, σε Σοφ.·<br /><b class="num">2.</b> θαυμάζομαι, σε Ηρόδ.· <i>τὰ εἰκότα | |lsmtext='''θαυμάζω:''' Ιων. θωϋμ- ή θωμ-, Αττ. μέλ. <i>θαυμάσομαι</i>, Επικ. [[θαυμάσσομαι]], αόρ. αʹ <i>ἐθαύμᾰσα</i>, παρακ. <i>τεθαύμᾰκα</i>· — Παθ., μέλλ. <i>-ασθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐθαυμάσθην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> απόλ., [[θαυμάζω]], [[μένω]] [[έκθαμβος]], είμαι [[έκπληκτος]], σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ. <b>2. α)</b> με αιτ., [[βλέπω]] [[κάτι]] με θαυμασμό και [[έκπληξη]], καταπλήσσομαι, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ. <b>β)</b> [[κοιτάζω]] [[κάτι]] με θαυμασμό και σεβασμό, [[τιμώ]], [[θαυμάζω]], [[λατρεύω]], Λατ. admirari, abservare, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· [[θαυμάζω]] τινά τινος, για ένα [[πράγμα]], σε Θουκ.· [[ἐπί]] τινι, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> με γεν., θαυμάζομαι, εκπλήσσομαι με, σε Θουκ., κ.λπ.· ἐθαύμασά [[σου]] λέγοντος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> με δοτ. πράγμ., [[θαυμάζω]] για [[κάτι]], σε Θουκ.<br /><b class="num">5.</b> με αιτ. και απαρ., [[θαυμάζω]] σε πενθεῖν, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., ατενίζομαι με θαυμασμό, σε Ηρόδ.· θαυμάζεται μὴ [[παρών]], δηλ. συνεχίζει να μου προκαλεί [[έκπληξη]] που δεν παρίσταται, σε Σοφ.·<br /><b class="num">2.</b> θαυμάζομαι, σε Ηρόδ.· <i>τὰ εἰκότα θαυμάζομαι</i>, [[λαμβάνω]] τις προσήκουσες τιμές, σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[wonder]], [[marvel]], be astonished, Il., etc.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. to [[look]] on with [[wonder]] and [[amazement]], to [[wonder]] at, [[marvel]] at, Hom., Hdt., [[Attic]]<br />b. to [[honour]], [[admire]], [[worship]], Lat. admirari, observare, Od., Hdt., [[attic]]:—θ. τινά τινος for a [[thing]], Thuc.; ἐπί τινι Xen.<br /><b class="num">3.</b> c. gen. to [[wonder]] at, [[marvel]] at, Thuc., etc.; θ. σοῦ λέγοντος Plat.<br /><b class="num">4.</b> c. dat. rei, to [[wonder]] at, Thuc.<br /><b class="num">5.</b> c. acc. et inf., θ. σε πενθεῖν Eur.<br /><b class="num">II.</b> Pass. to be looked at with [[wonder]], Hdt.; θαυμάζεται μὴ [[παρών]], i. e. I [[keep]] wondering that he is not [[present]], Soph.<br /><b class="num">2.</b> to be admired, Hdt.; τὰ εἰκότα | |mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[wonder]], [[marvel]], be astonished, Il., etc.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. to [[look]] on with [[wonder]] and [[amazement]], to [[wonder]] at, [[marvel]] at, Hom., Hdt., [[Attic]]<br />b. to [[honour]], [[admire]], [[worship]], Lat. admirari, observare, Od., Hdt., [[attic]]:—θ. τινά τινος for a [[thing]], Thuc.; ἐπί τινι Xen.<br /><b class="num">3.</b> c. gen. to [[wonder]] at, [[marvel]] at, Thuc., etc.; θ. σοῦ λέγοντος Plat.<br /><b class="num">4.</b> c. dat. rei, to [[wonder]] at, Thuc.<br /><b class="num">5.</b> c. acc. et inf., θ. σε πενθεῖν Eur.<br /><b class="num">II.</b> Pass. to be looked at with [[wonder]], Hdt.; θαυμάζεται μὴ [[παρών]], i. e. I [[keep]] wondering that he is not [[present]], Soph.<br /><b class="num">2.</b> to be admired, Hdt.; τὰ εἰκότα θαυμάζομαι = to [[receive]] [[proper]] marks of [[respect]], Thuc. | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':qaum£zw 滔馬索<br />'''詞類次數''':動詞(46)<br />'''原文字根''':希奇 相當於: ([[שָׁמֵם]]‎)<br />'''字義溯源''':驚奇,希奇,詫異,驚訝,驚異,諂媚;源自([[θαῦμα]])=驚訝);而 ([[θαῦμα]])出自([[θεάομαι]])*=察看)。這字46次的使用,其中33次都在四福音書,乃是當群眾看見主耶穌那神奇醫治的能力時,所發出來的驚奇感讚<br />'''同源字''':1) ([[ἐκθαμβέω]])極其驚駭 2) ([[ἔκθαμβος]])非常驚訝 3) ([[ἔκθαμβος]])大大驚奇 4) ([[θαμβέω]])驚駭 5) ([[θάμβος]])驚慌失惜 6) ([[θαῦμα]])驚訝 7) ([[ἐκθαυμάζω]] / [[θαυμάζω]])驚奇 8) ([[θαυμάσιος]])驚奇地 9) ([[θαυμαστός]])驚奇的<br />'''出現次數''':總共(46);太(8);可(5);路(13);約(6);徒(5);加(1);帖後(1);約壹(1);猶(1);啓(5)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 希奇(19) 太8:10; 太9:33; 太21:20; 太22:22; 可6:51; 路2:33; 路4:22; 路8:25; 路9:43; 路11:14; 路20:26; 路24:12; 約4:27; 約5:20; 約7:15; 徒2:7; 徒3:12; 約壹3:13; 啓17:6;<br />2) 就希奇(5) 太8:27; 路7:9; 徒4:13; 徒7:31; 啓17:6;<br />3) 詫異(3) 可15:44; 路2:18; 路11:38;<br />4) 都希奇(3) 太15:31; 可5:20; 啓13:3;<br />5) 你們⋯希奇(2) 約5:28; 約7:21;<br />6) 你⋯希奇(2) 約3:7; 啓17:7;<br />7) 必希奇(1) 啓17:8;<br />8) 諂媚(1) 猶1:16;<br />9) 他們⋯希奇(1) 路1:63;<br />10) 顯為希奇(1) 帖後1:10;<br />11) 他⋯詫異(1) 可6:6;<br />12) 在希奇著(1) 路24:41;<br />13) 覺希奇(1) 太27:14;<br />14) 他們都驚奇(1) 太9:8;<br />15) 覺得希奇(1) 可15:5;<br />16) 詑異(1) 路1:21;<br />17) 要驚奇(1) 徒13:41;<br />18) 我希奇(1) 加1:6 | |sngr='''原文音譯''':qaum£zw 滔馬索<br />'''詞類次數''':動詞(46)<br />'''原文字根''':希奇 相當於: ([[שָׁמֵם]]‎)<br />'''字義溯源''':驚奇,希奇,詫異,驚訝,驚異,諂媚;源自([[θαῦμα]])=驚訝);而 ([[θαῦμα]])出自([[θεάομαι]])*=察看)。這字46次的使用,其中33次都在四福音書,乃是當群眾看見主耶穌那神奇醫治的能力時,所發出來的驚奇感讚<br />'''同源字''':1) ([[ἐκθαμβέω]])極其驚駭 2) ([[ἔκθαμβος]])非常驚訝 3) ([[ἔκθαμβος]])大大驚奇 4) ([[θαμβέω]])驚駭 5) ([[θάμβος]])驚慌失惜 6) ([[θαῦμα]])驚訝 7) ([[ἐκθαυμάζω]] / [[θαυμάζω]])驚奇 8) ([[θαυμάσιος]])驚奇地 9) ([[θαυμαστός]])驚奇的<br />'''出現次數''':總共(46);太(8);可(5);路(13);約(6);徒(5);加(1);帖後(1);約壹(1);猶(1);啓(5)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 希奇(19) 太8:10; 太9:33; 太21:20; 太22:22; 可6:51; 路2:33; 路4:22; 路8:25; 路9:43; 路11:14; 路20:26; 路24:12; 約4:27; 約5:20; 約7:15; 徒2:7; 徒3:12; 約壹3:13; 啓17:6;<br />2) 就希奇(5) 太8:27; 路7:9; 徒4:13; 徒7:31; 啓17:6;<br />3) 詫異(3) 可15:44; 路2:18; 路11:38;<br />4) 都希奇(3) 太15:31; 可5:20; 啓13:3;<br />5) 你們⋯希奇(2) 約5:28; 約7:21;<br />6) 你⋯希奇(2) 約3:7; 啓17:7;<br />7) 必希奇(1) 啓17:8;<br />8) 諂媚(1) 猶1:16;<br />9) 他們⋯希奇(1) 路1:63;<br />10) 顯為希奇(1) 帖後1:10;<br />11) 他⋯詫異(1) 可6:6;<br />12) 在希奇著(1) 路24:41;<br />13) 覺希奇(1) 太27:14;<br />14) 他們都驚奇(1) 太9:8;<br />15) 覺得希奇(1) 可15:5;<br />16) 詑異(1) 路1:21;<br />17) 要驚奇(1) 徒13:41;<br />18) 我希奇(1) 加1:6 | ||
}} | }} |