Anonymous

βωμολόχος: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2, $3 ;")
mNo edit summary
Line 39: Line 39:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=αὐτός πού παραμονεύει στούς βωμούς γιά νά κλέψει κομμάτια [[κρέας]], ζητιάνος, ἀδιάντροπος). Σύνθετο ἀπό τίς λέξεις: [[βωμός]] + [[λοχάω]] (=[[ἐνεδρεύω]]) Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[βαίνω]].
|mantxt=(=αὐτός πού παραμονεύει στούς βωμούς γιά νά κλέψει κομμάτια [[κρέας]], ζητιάνος, ἀδιάντροπος). Σύνθετο ἀπό τίς λέξεις: [[βωμός]] + [[λοχάω]] (=[[ἐνεδρεύω]]) Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[βαίνω]].
}}
{{trml
|trtx====[[foul-mouthed]]===
Arabic: بَذِيء اللِّسَان‎; Catalan: malparlat, renegaire, llenguallarg; Danish: grov i munden; English: [[bawdy]], [[foulmouth]], [[foulmouthed]], [[foul-mouthed]], [[foul-spoken]], [[gutter mouth]], [[guttermouth]], [[obscene]], [[pottymouthed]], [[potty-mouthed]], [[scurrilous]], [[smutty]]; Finnish: rääväsuinen; French: [[mal embouché]]; German: [[unflätig]], [[mit Schimpfwörtern um sich werfend]]; Greek: [[αθυρόστομος]], [[αισχρολόγος]], [[βωμολόχος]], [[χυδαιολόγος]], [[βρωμόστομος]]; Ancient Greek: [[αἰσχεόμυθος]], [[αἰσχεορήμων]], [[αἰσχεόφημος]], [[αἰσχροεπής]], [[αἰσχρολόγος]], [[αἰσχρορρήμων]], [[βρωμολόγος]], [[κακοστόματος]], [[κακόστομος]], [[μιαρόγλωσσος]], [[στόμαργος]]; Italian: [[sboccato]], [[scurrile]]; Latin: [[maledicax]]; Norwegian Bokmål: rappkjeftet; Polish: niewyparzony; Portuguese: [[desbocado]]; Scots: roch; Spanish: [[malhablado]], [[desbocado]], [[deslenguado]], [[lenguaraz]]; Tagalog: palamura; Westrobothnian: fulmönt
}}
}}