Anonymous

σκάμμα: Difference between revisions

From LSJ
1,706 bytes added ,  28 January 2023
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ατος, το, ΝΑ<br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[σκάπτω]], [[τόπος]] σκαμμένος, [[κοίλωμα]], [[λάκκος]]<br /><b>2.</b> [[χώρος]] σκαμμένος και επιστρωμένος με άμμο [[κατάλληλος]] για την [[τέλεση]] διαφόρων αγωνισμάτων, όπως της πάλης, του άλματος κ.ά.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[τμήμα]] του γυμναστηρίου όπου τελείται το [[αγώνισμα]] της πάλης<br /><b>2.</b> αφρώδες [[νερό]] με [[σαπούνι]] που απομένει στη [[σκάφη]] [[μετά]] το [[πλύσιμο]] λεπτών [[συνήθως]] ενδυμάτων<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[τμήμα]] του ιπποδρόμου που βρίσκεται [[απέναντι]] από τη [[σφενδόνη]], το [[πέταλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[σκάπτω]], το [[σκάψιμο]]<br /><b>2.</b> [[αυλάκι]] με ενδείξεις, κατάλληλο για τη [[μέτρηση]] του μήκους του άλματος<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐπὶ τοῦ σκάμματος ὤν» — [[καθώς]] βρίσκεται σε κρίσιμη [[στιγμή]]<br />β) «ἐπὶ μείζονα σκάμματα» — σε μεγάλους κινδύνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σκάπ</i>-<i>τω</i> (για το θ. <i>σκαπ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[σκάβω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>, με [[αφομοίωση]] του -<i>π</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>γράμ</i>-<i>μα</i>)].
|mltxt=-ατος, το, ΝΑ<br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[σκάπτω]], [[τόπος]] σκαμμένος, [[κοίλωμα]], [[λάκκος]]<br /><b>2.</b> [[χώρος]] σκαμμένος και επιστρωμένος με άμμο [[κατάλληλος]] για την [[τέλεση]] διαφόρων αγωνισμάτων, όπως της πάλης, του άλματος κ.ά.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[τμήμα]] του γυμναστηρίου όπου τελείται το [[αγώνισμα]] της πάλης<br /><b>2.</b> αφρώδες [[νερό]] με [[σαπούνι]] που απομένει στη [[σκάφη]] [[μετά]] το [[πλύσιμο]] λεπτών [[συνήθως]] ενδυμάτων<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[τμήμα]] του ιπποδρόμου που βρίσκεται [[απέναντι]] από τη [[σφενδόνη]], το [[πέταλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[σκάπτω]], το [[σκάψιμο]]<br /><b>2.</b> [[αυλάκι]] με ενδείξεις, κατάλληλο για τη [[μέτρηση]] του μήκους του άλματος<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐπὶ τοῦ σκάμματος ὤν» — [[καθώς]] βρίσκεται σε κρίσιμη [[στιγμή]]<br />β) «ἐπὶ μείζονα σκάμματα» — σε μεγάλους κινδύνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σκάπ</i>-<i>τω</i> (για το θ. <i>σκαπ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[σκάβω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>, με [[αφομοίωση]] του -<i>π</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>γράμ</i>-<i>μα</i>)].
}}
{{trml
|trtx====[[pit]]===
Albanian: gropë; Arabic: حُفْرَة‎; Armenian: հոր, փոս; Aromanian: groapã; Azerbaijani: çuxur; Bashkir: соҡор; Belarusian: яма; Bulgarian: яма; Catalan: sot; Chinese Mandarin: 坑, 穴; Czech: jáma; Danish: kule; Dutch: [[kuil]], [[put]]; Eastern Bontoc: lokkong; Esperanto: kavo; Faroese: hola; Finnish: kuoppa, monttu; French: [[fosse]]; Galician: foxo; Georgian: ორმო; German: [[Grube]], [[Loch]], [[Vertiefung]]; Greek: [[λάκκος]]; Ancient Greek: [[βόθρος]], [[βάραθρον]], [[σκάμμα]]; Hawaiian: lua; Hebrew: בור‎; Hindi: गडडा; Hungarian: gödör, verem; Icelandic: hola, gryfja; Ilocano: abut; Indonesian: lubang; Italian: [[fossa]], [[buca]]; Japanese: 落とし穴, 穴; Khmer: ក្រហូង; Kikuyu: irima; Korean: 구멍, 구덩이; Kurdish Northern Kurdish: çal; Latin: [[fovea]], [[puteus]]; Lubuagan Kalinga: abut, mamboka; Macedonian: јама; Malayalam: കുഴി; Maori: rua; Marathi: खड्डा; Navajo: łeʼoogeed, nooʼ; Occitan: fòssa, trauc, clot; Ojibwe: waanikaan; Oriya: ଗାଡ; Ossetian: уӕрм; Persian: گودال‎, چاله‎, چال‎; Polish: dół inan, jama; Portuguese: [[buraco]], [[poço]], [[cavouco]], [[vala]], [[fosso]]; Romanian: groapă; Russian: [[яма]]; Scottish Gaelic: sloc; Serbo-Croatian Cyrillic: јама; Roman: jama; Slovak: jama; Slovene: jama, brezno; Southern Kalinga: lungug; Spanish: [[fosa]]; Swedish: grop; Tagalog: hukay, lubak; Telugu: గొయ్యి; Thai: หลุม, บ่อ; Tibetan: ས་དོང; Tocharian B: kāre; Turkish: çukur; Ukrainian: яма; Vietnamese: hố; Welsh: pant; Zazaki: çal
}}
}}