Anonymous

σκευάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "σκεῡ" to "σκεῦ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2, $3 :")
m (Text replacement - "σκεῡ" to "σκεῦ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[σκεῡος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για εμπορεύματα) [[συσκευάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρασκευάζω]] («σκευάζειν ἐλλέβορον μετὰ φαρμάκου», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μαγειρεύω]], [[ετοιμάζω]] [[φαγητό]] («σκευάσαντες προθεῖναι ἐν τῷ στρατοπέδῳ... δαῑτα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]], φτειάχνω («περικόμματ' ἐκ σοῦ σκευάσω», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διευθετώ]], [[τακτοποιώ]], [[βάζω]] σε [[τάξη]], [[παρατάσσω]] («σκευάσας δὲ αὐτοὺς προσέταξε... προϊέναι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[κατασκευάζω]] («χαλινὸν... χαλκεῖ ἐκδιδόντα σκευάσαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[προπαρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]] («[ἡδονὰς] ποικίλας καὶ παντοίως ἐχοὺσας δυναμένοις σκευάζειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[χορηγώ]], [[παρέχω]], [[προμηθεύω]] («σιτίοισι εὖ ἐσκευασμένος καὶ προβάτοισι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> [[ντύνω]], [[κοσμώ]], [[στολίζω]] (α. «οὕτω σκευάσαντες ἕαυτούς», <b>Πλούτ.</b><br />β. «ταύτην τὴν [[γυναίκα]] σκευάσαντες πανοπλίῃ», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. «εὐνοῦχος ἡμῖν ἦλθες ἐσκευασμένος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>μτφ.</b> α) (σχετικά με διαρρήκτη, κλέφτη) [[τακτοποιώ]], [[συγυρίζω]], [[κανονίζω]]<br />β) [[απατώ]], [[εξαπατώ]]<br /><b>10.</b> (το μέσ.) <i>σκευάζομαι</i><br />α) [[παρασκευάζω]], [[προετοιμάζω]] για τον εαυτό μου<br />β) [[επιφέρω]] [[κάτι]], [[γίνομαι]] [[πρόξενος]] για [[κάτι]] («οὐδὲν δὴ ἧσσον τὸν πρὸς [[βασιλέα]] πόλεμον ἐσκευάζοντο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σκευάζω]] τινὰ εἴς τι» — [[μεταμορφώνω]], [[μεταμφιέζω]] κάποιον σε [[κάτι]], <b>Αππ.</b>)<br />β) «[[σκευάζω]] εἴδωλόν τινι» — [[ντύνω]] το [[ομοίωμα]] κάποιου σύμφωνα με το ντύσιμό του.
|mltxt=ΝΑ [[σκεῦος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για εμπορεύματα) [[συσκευάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρασκευάζω]] («σκευάζειν ἐλλέβορον μετὰ φαρμάκου», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μαγειρεύω]], [[ετοιμάζω]] [[φαγητό]] («σκευάσαντες προθεῖναι ἐν τῷ στρατοπέδῳ... δαῑτα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]], φτειάχνω («περικόμματ' ἐκ σοῦ σκευάσω», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διευθετώ]], [[τακτοποιώ]], [[βάζω]] σε [[τάξη]], [[παρατάσσω]] («σκευάσας δὲ αὐτοὺς προσέταξε... προϊέναι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[κατασκευάζω]] («χαλινὸν... χαλκεῖ ἐκδιδόντα σκευάσαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[προπαρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]] («[ἡδονὰς] ποικίλας καὶ παντοίως ἐχοὺσας δυναμένοις σκευάζειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[χορηγώ]], [[παρέχω]], [[προμηθεύω]] («σιτίοισι εὖ ἐσκευασμένος καὶ προβάτοισι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> [[ντύνω]], [[κοσμώ]], [[στολίζω]] (α. «οὕτω σκευάσαντες ἕαυτούς», <b>Πλούτ.</b><br />β. «ταύτην τὴν [[γυναίκα]] σκευάσαντες πανοπλίῃ», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. «εὐνοῦχος ἡμῖν ἦλθες ἐσκευασμένος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>μτφ.</b> α) (σχετικά με διαρρήκτη, κλέφτη) [[τακτοποιώ]], [[συγυρίζω]], [[κανονίζω]]<br />β) [[απατώ]], [[εξαπατώ]]<br /><b>10.</b> (το μέσ.) <i>σκευάζομαι</i><br />α) [[παρασκευάζω]], [[προετοιμάζω]] για τον εαυτό μου<br />β) [[επιφέρω]] [[κάτι]], [[γίνομαι]] [[πρόξενος]] για [[κάτι]] («οὐδὲν δὴ ἧσσον τὸν πρὸς [[βασιλέα]] πόλεμον ἐσκευάζοντο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σκευάζω]] τινὰ εἴς τι» — [[μεταμορφώνω]], [[μεταμφιέζω]] κάποιον σε [[κάτι]], <b>Αππ.</b>)<br />β) «[[σκευάζω]] εἴδωλόν τινι» — [[ντύνω]] το [[ομοίωμα]] κάποιου σύμφωνα με το ντύσιμό του.
}}
}}
{{lsm
{{lsm