Anonymous

σώφρων: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 51: Line 51:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[φρόνιμος]], [[συνετός]], [[συγκρατημένος]], [[ἁγνός]]). Ἀπό τό [[σῶς]] ([[σῶος]]) + [[φρήν]], φρενός. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[σωφρονέω|σωφρονῶ]], [[σωφρόνημα]], [[σωφρονητέον]], [[σωφρονητικός]], [[σωφρονίζω]], [[σωφρονικός]], [[σωφρόνησις]] (=[[τιμωρία]]), [[σωφρόνισμα]], [[σωφρονισμός]], [[σωφρονιστήρ]], [[σωφρονιστήριον]], [[σωφρονιστής]], [[σωφρονιστικός]], [[ἀσωφρόνιστος]], ἡ [[σωφρονιστύς]] -ύος (=[[σωφρόνιση]]), [[σωφροσύνη]], [[σωφρόνως]].
|mantxt=(=[[φρόνιμος]], [[συνετός]], [[συγκρατημένος]], [[ἁγνός]]). Ἀπό τό [[σῶς]] ([[σῶος]]) + [[φρήν]], φρενός. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[σωφρονέω|σωφρονῶ]], [[σωφρόνημα]], [[σωφρονητέον]], [[σωφρονητικός]], [[σωφρονίζω]], [[σωφρονικός]], [[σωφρόνησις]] (=[[τιμωρία]]), [[σωφρόνισμα]], [[σωφρονισμός]], [[σωφρονιστήρ]], [[σωφρονιστήριον]], [[σωφρονιστής]], [[σωφρονιστικός]], [[ἀσωφρόνιστος]], ἡ [[σωφρονιστύς]] -ύος (=[[σωφρόνιση]]), [[σωφροσύνη]], [[σωφρόνως]].
}}
{{trml
|trtx====[[prudent]]===
Arabic: حَرِيص‎, حَكِيم‎; Egyptian Arabic: حريص‎; Bulgarian: предпазлив, благоразумен; Catalan: prudent; Chinese Mandarin: 謹慎/谨慎, 慎重; Dutch: [[voorzichtig]], [[omzichtig]], [[vooruitziend]], [[prudent]]; Esperanto: prudenta; Finnish: harkitsevainen, varovainen, viisas; French: [[prudent]]; Galician: prudente; Georgian: გონივრული, გონებადამჯდარი, წინდახედული; German: [[umsichtig]], [[vorsichtig]]; Ancient Greek: [[αἴσιμος]], [[ἀρίφρων]], [[ἀσφαλής]], [[γιγνώσκων]], [[δαΐφρων]], [[ἔμπειρος]], [[ἔμφρενος]], [[ἔμφρων]], [[ἐπιλογιστικός]], [[ἐπιστήμων]], [[ἐπίφρων]], [[εὔβουλος]], [[εὐγνώμων]], [[εὐλόγιστος]], [[εὔμητις]], [[εὐπρόσκοπος]], [[εὐφρονέων]], [[ἐχέφρων]], [[κεδνός]], [[νηφάλιος]], [[νοήμων]], [[ὀρθόβουλος]], [[περιεσκεμμένος]], [[πευκάλιμος]], [[πινυτός]], [[πινυτόφρων]], [[πολύφρων]], [[προμαθής]], [[προμηθές]], [[προμηθεύς]], [[προμηθής]], [[προνοητικός]], [[πρόνοος]], [[σαόφρων]], [[σοφιστής]], [[σοφός]], [[σώφρων]], [[φρόνιμος]]; Italian: [[prudente]]; Japanese: 慎重; Latin: [[prudens]], [[cordatus]]; Macedonian: претпазлив, благоразумен, расудлив; Maori: matawhāiti; Norwegian Bokmål: aktsom; Occitan: prudent; Polish: przezorny; Portuguese: [[prudente]]; Russian: [[рассудительный]], [[благоразумный]], [[осторожный]]; Scottish Gaelic: glic; Spanish: [[prudente]]; Swedish: förtänksam; Turkish: ihtiyatlı, tedbirli, sakıngan, önlemli, sakıntılı
}}
}}