3,277,179
edits
(12) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM ἐξαπατῶ, | |mltxt=(AM [[ἐξαπατῶ]], [[ἐξαπατάω]]) (επιτ. τ. του <i>[[απατῶ]]</i>, [[συχνά]] και [[χωρίς]] επιτ. σημ.)<br /><b>1.</b> [[ξεγελώ]], [[κοροϊδεύω]], [[δολιεύομαι]], [[παραπλανώ]]<br />(α. «τον εξαπατά με υποσχέσεις» β. «ἐμέ δ' ἐξηπάτησεν [[Ἀθήνη]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) με απατηλές υποσχέσεις [[παρασύρω]], [[ξεπλανώ]], εκμαυλίζω («τήν εξαπάτησε με [[υπόσχεση]] γάμου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παθ.</b> (για συζύγους) [[γίνομαι]] [[θύμα]] συζυγικής απιστίας, μοιχείας του ή της συζύγου («εξαπατημένος κι [[ευχαριστημένος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐξαπατῶ νόσον» — [[ελαττώνω]] [[κάπως]] έμμεσα την [[οξύτητα]] της ασθένειας, του παθήματος, [[ξεγελώ]] την [[αρρώστια]] ή την [[πείνα]], τη [[δίψα]] κ.λπ. | ||
}} | }} |