Anonymous

μίγνυμι: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "Greek: αναμιγνύω;" to "Greek: αναμειγνύω, αναμιγνύω, ανακατεύω;")
mNo edit summary
Line 30: Line 30:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=and [[μίσγω]]: 1st aorist ἐμιξα; [[perfect]] [[passive]] participle μεμιγμενος; from Homer down; to [[mix]], [[mingle]]: τί τίνι, [[one]] [[thing]] [[with]] [[another]], τί ἐν τίνι (cf. Buttmann, § 133,8), G L T Tr WH; [[μετά]] τίνος, [[with]] a [[thing]], [[αἷμα]], 2a.). (Synonym: See [[κεράννυμι]], at the [[end]] Compare: [[συναναμίγνυμι]].)
|txtha=and [[μίσγω]]: 1st aorist ἐμιξα; [[perfect]] [[passive]] participle μεμιγμενος; from Homer down; to [[mix]], [[mingle]]: τί τίνι, [[one]] [[thing]] [[with]] [[another]], τί ἐν τίνι (cf. Buttmann, § 133,8), G L T Tr WH; [[μετά]] τίνος, [[with]] a [[thing]], [[αἷμα]], 2a.). (Synonym: See [[κεράννυμι]], at the [[end]] Compare: [[συναναμίγνυμι]].)
}}
{{grml
|mltxt=[[κεράννυμι]] (ΑΜ, Α και κεραννύω, επικ. τ. [[κεραίω]] και κερῷ, -άω)<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]] υγρά, [[συνήθως]] [[κρασί]] με [[νερό]], για να μετριάσω στο [[κράμα]] τη [[δύναμη]] οινοπνευματώδους ποτού (α. «κύλικος ἴσον κεκραμένης», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «οἴνῳ καὶ μέλιτι κεράσαντα τὴν κρήνην, ἀφ' ἧς ἔπινον [[συνήθως]]», <b>Πλούτ.</b><br />γ. «κέρασσε δὲ [[νέκταρ]] ἐρυθρόν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[ανακατώνω]], [[αναμιγνύω]] (α. «κεραννύντας ἡδονὴν αὖ φθόνῳ», <b>Πλάτ.</b><br />β. «πρὶν ἄv τις τοῖς ὀνόμασι τὰ ῥήματα κεράςῃ», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «ἀργυρίῳ μὲν πολλαὶ τῶν [[πόλεων]] καὶ φανερῶς πρὸς χαλκὸν καὶ μόλυβδον κεκραμένω χρώμεναι», <b>Δημοσθ.</b><br />δ. «καθ' ἁρμονίας ῥυθμοῖς κραθείσας καὶ ὀρχήσεσι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κερνώ]] κάποιον με [[κρασί]] («ἐν τῷ ποτηρίῳ ᾧ ἐκέρασε, κεράσατε αὐτή διπλοῦν», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ρυθμίζω]], [[κανονίζω]] («ἐν μὲν οὖν ταῖς εὖ κεκραμέναις πολιτείαις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συναρμολογώ]], [[συνάπτω]] («[[φωνή]] μέν μεταξὺ τῆς τε Χαλκιδέων καὶ Δωρίδος ἐκράθη», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πολλαπλασιάζω]] επί («[[ὅταν]] ὁ τῆς δεκάδος [[λόγος]] τῷ τῆς ἑβδομάδος κερασθῇ»)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>κεράννυμαι</i><br />α) (για [[χώρα]] ή [[εποχή]] του έτους) έχω εύκρατο [[κλίμα]], έχω κανονική [[θερμοκρασία]] («ἡ [[Ἑλλάς]] τὰς ὥρας πολλόν τι [[κάλλιστα]] κεκρημένας ἔλαχε», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) <b>γραμμ.</b> ενώνομαι με [[κράση]] («τὸ [[ῥῆμα]] καὶ ὁ [[σύνδεσμος]] συναλοιφῇ κερασθέντα», Δίον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το θ. <i>κρᾱ</i>, από δισύλλαβη [[ρίζα]] [[κερά]]- με μηδενισμένο το [[φωνήεν]] της α' συλλ. (εξ ου και η [[μακρότητα]] του -<i>ᾱ</i>: <i>κράσις</i>, [[κράμα]]), εμφανίζεται σε ρηματ. τ. ([[πρβλ]]. <i>ἐ</i>-<i>κρά</i>-<i>θην</i>, <i>κέ</i>-<i>κρα</i>-<i>μαι</i>) και σε παράγωγα ονόματα ([[πρβλ]]. <i>κρα</i>-<i>τήρ</i>), συνδέεται δε με το αρχ. ινδ. <i>a</i>-<i>s</i><i>ī</i><i>r</i>-<i>ta</i> «ανακατωμένος». Από το δισύλλαβο θ. <i>κερă</i>- που εμφανίζεται στον αόρ. <i>ἐ</i>-<i>κέρᾰ</i>-<i>σα</i>, [[καθώς]] και σε παράγωγα, ονόματα ([[πρβλ]]. <i>κέρα</i>-<i>σ</i>-<i>μα</i>, <i>κερα</i>-<i>σ</i>-<i>της</i>) προήλθαν οι ενεστώτες [[κεράννυμι]], [[κεράω]] / -<i>ώ</i>, [[κεραίω]] και δευτερευόντως, με θεματ. μεταπλασμό από τον πρώτο, ο <i>κεραννύω</i>. Τέλος, στον ενεστ. [[κίρνημι]] το -<i>ι</i>- μπορεί να ερμηνευθεί ως [[προϊόν]] αναλογίας [[κατά]] τους αναδιπλασιασμένους ενεστώτες <i>τί</i>-<i>θη</i>-<i>μι</i>, <i>γί</i>-<i>γνο</i>-<i>μαι</i>, [[είτε]] ως [[συνοδίτης]] [[φθόγγος]] που αναπτύχθηκε στο παρεκτεταμένο με έρρινο [[ένθημα]] θ. <i>κιρ</i>-<i>ν</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>k</i><sup>o</sup><i>r</i>-<i>n</i>-<i>e</i><i>ә</i><sub>2</sub>). Αντίστοιχο τ. <i>sr</i><i>ī</i>-<i>ņ</i><i>ā</i><i>ti</i> εμφανίζει και η Αρχαία Ινδική. Αβέβαιη [[είναι]] η [[σύνδεση]] με το αβεστ. <i>sar</i>- «[[ενώνω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κέρασμα]], -[[κερασμός]], [[κεραστής]], -<i>κέραστος</i>, [[κράμα]], <i>κράσις</i>(-<i>n</i>), [[κρατήρ]] (-<i>ας</i>), -<i>κρατος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ανακεράννυμι]], [[εγκεράννυμι]], [[εκκεράννυμι]], [[επικεράννυμι]], [[κατακεράννυμι]], [[μετακεράννυμι]], [[παρεγκεράννυμι]], [[περικεράννυμι]], [[συγκατακεράννυμι]], <i>σνγκεράννυμι</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm