Anonymous

αἱρέω: Difference between revisions

From LSJ
2,137 bytes added ,  24 April 2023
m
no edit summary
m (Text replacement - "[[si vera lectio|s. v.l.]]" to "s. v.l.")
mNo edit summary
Line 51: Line 51:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=-ῶ =[[συλλαμβάνω]] ἐπί ἐμψύχων, [[κυριεύω]] ἐπί ἀψύχων, τό αἱροῦμαι σημαίνει [[ἐκλέγω]], [[προτιμῶ]]). Ἀπό ρίζα ϝαρ → ϝαρ-j = ϝαιρ = αἱρ-έω. Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: [[αἵρεσις]] (=[[κατάληψη]], [[ἐκλογή]], [[σκοπός]], φιλοσοφική [[ἀρχή]], θρησκευτική μερίδα πού πρεσβεύει δικά της δόγματα, πρόταση), [[προαίρεσις]], [[ὑφαίρεσις]], [[ἀφαίρεσις]], [[διαίρεσις]], [[καθαίρεσις]], [[ἀναίρεσις]] (=τό [[σήκωμα]] τῶν νεκρῶν, θανάτωση), [[συναίρεσις]], [[αἱρετέος]], [[αἱρετικός]], [[αἱρετισμός]], [[αἱρετός]], [[αὐθαίρετος]], [[ἐξαίρετος]], [[ἀναφαίρετος]], [[περιαιρετός]] (=πού μπορεῖ κανείς νά ἀφαιρέσει), [[παλιναίρετος]] (=πού παύθηκε καί [[πάλι]] ἐκλέχτηκε), ἀρχαιρεσίαι (=ἐκλογές ἀρχόντων), [[παραίρημα]] (=[[λουρίδα]]), τό [[ἕλωρ]] καί ἑλώρια (=[[λεία]], [[λάφυρα]]), [[ἑλετός]].
|mantxt=-ῶ =[[συλλαμβάνω]] ἐπί ἐμψύχων, [[κυριεύω]] ἐπί ἀψύχων, τό αἱροῦμαι σημαίνει [[ἐκλέγω]], [[προτιμῶ]]). Ἀπό ρίζα ϝαρ → ϝαρ-j = ϝαιρ = αἱρ-έω. Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: [[αἵρεσις]] (=[[κατάληψη]], [[ἐκλογή]], [[σκοπός]], φιλοσοφική [[ἀρχή]], θρησκευτική μερίδα πού πρεσβεύει δικά της δόγματα, πρόταση), [[προαίρεσις]], [[ὑφαίρεσις]], [[ἀφαίρεσις]], [[διαίρεσις]], [[καθαίρεσις]], [[ἀναίρεσις]] (=τό [[σήκωμα]] τῶν νεκρῶν, θανάτωση), [[συναίρεσις]], [[αἱρετέος]], [[αἱρετικός]], [[αἱρετισμός]], [[αἱρετός]], [[αὐθαίρετος]], [[ἐξαίρετος]], [[ἀναφαίρετος]], [[περιαιρετός]] (=πού μπορεῖ κανείς νά ἀφαιρέσει), [[παλιναίρετος]] (=πού παύθηκε καί [[πάλι]] ἐκλέχτηκε), ἀρχαιρεσίαι (=ἐκλογές ἀρχόντων), [[παραίρημα]] (=[[λουρίδα]]), τό [[ἕλωρ]] καί ἑλώρια (=[[λεία]], [[λάφυρα]]), [[ἑλετός]].
}}
{{trml
|trtx====[[get]]===
Albanian: marr; Arabic: اِسْتَلَمَ‎; Assamese: পোৱা; Belarusian: даставаць, дастаць; Bengali: পাওয়া; Bulgarian: добивам; Catalan: aconseguir, obtenir; Central Sierra Miwok: sun·u-; Chechen: эца; Cherokee: ᎠᎩᎠ, ᎠᏱᎭ, ᎠᏯᏂᎭ; Chinese Mandarin: 获得, 得到, 取, 拿; Min Dong: 掇; Czech: dostat; Danish: få fat i; Dutch: [[nemen]], [[pakken]], [[halen]]; Esperanto: preni, havigi, akiri; Finnish: saada; French: [[obtenir]]; Georgian: მიღება, აღება, მოპოვება; German: [[besorgen]], [[holen]], [[erwischen]], [[kriegen]], [[sich schnappen]], [[anschaffen]]; Ancient Greek: [[κτάομαι]], [[τυγχάνω]], [[λαμβάνω]], [[αἱρέω]]; Hindi: पाना; Hungarian: szerez; Ido: aquirar; Ingrian: saavva; Interlingua: obtener; Irish: faigh; Old Irish: ad·cota; Italian: [[ottenere]]; Japanese: 手に入れる, 入手する, 獲得する; Khmer: ទទួលបាន; Korean: 얻다; Latin: [[potior]], [[impetro]], [[nanciscor]], [[assequor]], [[consequor]]; Latvian: dabūt, iegūt; Macedonian: зема; Marathi: मिळवणे; Meänkieli: saaha, saaja, sada, saa'a; Ngazidja Comorian: uparisa; North Frisian: füünj, fu; Norwegian: få tak i, oppnå; Old English: beġietan; Pela: ɣa³⁵, ju⁵⁵; Persian: بدست آوردن‎, گرفتن‎; Polish: dostawać, dostać, otrzymywać, otrzymać; Portuguese: [[conseguir]], [[pegar]], [[arrumar]], [[obter]], [[adquirir]]; Romanian: primi, obține; Russian: [[доставать]], [[достать]]; Sanskrit: लभते; Scottish Gaelic: faigh; Serbo-Croatian Cyrillic: добивати, добити; Roman: dobivati, dobiti; Slovak: dostať; Slovene: dobiti; Spanish: [[conseguir]], [[obtener]], [[coger]]; Swahili: wahi, pata; Swedish: få, skaffa; Sylheti: ꠙꠣꠃꠣ; Tagalog: makuha; Tamil: பெறு; Telugu: పొందు; Turkish: elde etmek, ele geçirmek; Ukrainian: діставати, дістати; Vietnamese: được, lấy; Volapük: getön; Welsh: cael; Zazaki: xo dest finen
}}
}}