Anonymous

ἐρωτηματικός: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=erotimatikos
|Transliteration C=erotimatikos
|Beta Code=e)rwthmatiko/s
|Beta Code=e)rwthmatiko/s
|Definition=ή, όν, [[interrogative]], ὄνομα <span class="bibl">D.T.636.11</span>; χρεῖαι <span class="bibl">Hermog. <span class="title">Prog.</span>3</span>. Adv. [[ἐρωτηματικῶς]] = [[interrogatively]], [[in interrogative form]], Theo<span class="bibl"><span class="title">Prog.</span>4</span>, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1225</span>, etc.
|Definition=ἐρωτηματική, ἐρωτηματικόν, [[interrogative]], ὄνομα D.T.636.11; χρεῖαι Hermog. ''Prog.''3. Adv. [[ἐρωτηματικῶς]] = [[interrogatively]], [[in interrogative form]], Theo''Prog.''4, Sch.Ar.''Nu.''1225, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐρωτηματικός]], -ή, -όν) [[ερώτημα]]<br /><b>1.</b> αυτός που περικλείει [[ερώτηση]], αυτός που αναφέρεται σε [[ερώτηση]] («ερωτηματικές προτάσεις», «ερωτηματικές αντωνυμίες», «ερωτηματικά επιρρήματα»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[έκφραση]] απορίας ή αμηχανίας ή αμφιβολίας («μού ‘ρίξε ένα ερωτηματικό [[βλέμμα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ερωτηματικό</i><br />το [[σημείο]] στίξης [;] που μπαίνει στο [[τέλος]] της πρότασης η οποία εκφράζει [[ερώτηση]]<br /><b>2.</b> α) για προβλήματα (υποθέσεις, ζητήματα) στα οποία δεν έχει δοθεί ικανοποιητική [[λύση]] («όλη αυτή η [[υπόθεση]] [[είναι]] ένα μεγάλο ερωτηματικό»)<br />β) για πρόσωπα τών οποίων ο [[εσωτερικός]] [[κόσμος]] [[είναι]] τόσο [[μυστηριώδης]] ώστε δεν μπορεί [[κανείς]] να καταλάβει τον χαρακτήρα τους («αυτός ο [[άνθρωπος]] [[είναι]] ένα ερωτηματικό»).
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐρωτηματικός]], -ή, -όν) [[ερώτημα]]<br /><b>1.</b> αυτός που περικλείει [[ερώτηση]], αυτός που αναφέρεται σε [[ερώτηση]] («ερωτηματικές προτάσεις», «ερωτηματικές αντωνυμίες», «ερωτηματικά επιρρήματα»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[έκφραση]] απορίας ή αμηχανίας ή αμφιβολίας («μού ‘ρίξε ένα ερωτηματικό [[βλέμμα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ερωτηματικό</i><br />το [[σημείο]] στίξης [;] που μπαίνει στο [[τέλος]] της πρότασης η οποία εκφράζει [[ερώτηση]]<br /><b>2.</b> α) για προβλήματα (υποθέσεις, ζητήματα) στα οποία δεν έχει δοθεί ικανοποιητική [[λύση]] («όλη αυτή η [[υπόθεση]] [[είναι]] ένα μεγάλο ερωτηματικό»)<br />β) για πρόσωπα τών οποίων ο [[εσωτερικός]] [[κόσμος]] [[είναι]] τόσο [[μυστηριώδης]] ώστε δεν μπορεί [[κανείς]] να καταλάβει τον χαρακτήρα τους («αυτός ο [[άνθρωπος]] [[είναι]] ένα ερωτηματικό»).
}}
{{trml
|trtx====[[interrogative]]===
Arabic: اِسْتِفْهَامِيّ‎; Belarusian: пытальны, запытальны; Bulgarian: въпросителен; Catalan: interrogatiu; Czech: tázací; Dutch: [[vragend]]; Finnish: interrogatiivinen; French: [[interrogatif]]; Galician: interrogativo; German: [[Frage-]], [[interrogativ]], [[fragend]]; Greek: [[ερωτηματικός]]; Ancient Greek: [[ἐρωτηματικός]], [[πυσματικός]]; Hungarian: kérdő; Italian: [[interrogativo]]; Latin: [[interrogativus]]; Maori: tūpātai, kupu pātai; Old English: āxiġendlīċ; Polish: pytający; Portuguese: [[interrogativo]]; Russian: [[вопросительный]]; Spanish: [[interrogativo]]; Tagalog: patanong; Ukrainian: питальний, запитальний; Vietnamese: nghi vấn
}}
}}