ἐρωτηματικός
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
ἐρωτηματική, ἐρωτηματικόν, interrogative, ὄνομα D.T.636.11; χρεῖαι Hermog. Prog.3. Adv. ἐρωτηματικῶς = interrogatively, in interrogative form, TheoProg.4, Sch.Ar.Nu.1225, etc.
German (Pape)
[Seite 1041] zur Frage gehörig, fragweise, λόγος, eine Frage in grammatischer Beziehung, Schol. Ar. Av. 417 u. öfter. Auch adv.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
interrogatif ; t. de gramm. τὸ ὄνομα ἐρωτηματικόν le pronom interrogatif.
Étymologie: ἐρώτημα.
Russian (Dvoretsky)
ἐρωτημᾰτικός: грам. вопросительный (ὄνομα).
Greek (Liddell-Scott)
ἐρωτηματικός: -ή, -όν, ἐνέχων ἐρώτησιν· ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1225, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐρωτηματικός, -ή, -όν) ερώτημα
1. αυτός που περικλείει ερώτηση, αυτός που αναφέρεται σε ερώτηση («ερωτηματικές προτάσεις», «ερωτηματικές αντωνυμίες», «ερωτηματικά επιρρήματα»)
2. αυτός που έχει έκφραση απορίας ή αμηχανίας ή αμφιβολίας («μού ‘ρίξε ένα ερωτηματικό βλέμμα»)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το ερωτηματικό
το σημείο στίξης [;] που μπαίνει στο τέλος της πρότασης η οποία εκφράζει ερώτηση
2. α) για προβλήματα (υποθέσεις, ζητήματα) στα οποία δεν έχει δοθεί ικανοποιητική λύση («όλη αυτή η υπόθεση είναι ένα μεγάλο ερωτηματικό»)
β) για πρόσωπα τών οποίων ο εσωτερικός κόσμος είναι τόσο μυστηριώδης ώστε δεν μπορεί κανείς να καταλάβει τον χαρακτήρα τους («αυτός ο άνθρωπος είναι ένα ερωτηματικό»).
Translations
interrogative
Arabic: اِسْتِفْهَامِيّ; Belarusian: пытальны, запытальны; Bulgarian: въпросителен; Catalan: interrogatiu; Czech: tázací; Dutch: vragend; Finnish: interrogatiivinen; French: interrogatif; Galician: interrogativo; German: Frage-, interrogativ, fragend; Greek: ερωτηματικός; Ancient Greek: ἐρωτηματικός, πυσματικός; Hungarian: kérdő; Italian: interrogativo; Latin: interrogativus; Maori: tūpātai, kupu pātai; Old English: āxiġendlīċ; Polish: pytający; Portuguese: interrogativo; Russian: вопросительный; Spanish: interrogativo; Tagalog: patanong; Ukrainian: питальний, запитальний; Vietnamese: nghi vấn