Anonymous

μηχανή: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "ὥςπερ" to "ὥσπερ")
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0181.png Seite 181]] ἡ (machina, machen), eigtl. Hülfsmittel, Werkzeug Etwas zu machen, zu bewerkstelligen; – a) [[List]], Kunstgriff, Ränke; Hes. Th. 146; ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς, Pind. P. 8, 78; πᾶσαν συνάψας μηχανὴν δυσβουλίας, Aesch. Ag. 1391; ἐννυχίοις μηχαναῖς, Soph. Ai. 181; neben [[πόρος]], Eur. Med. 260; ἐχθρῶν, Anschlag der Feinde, Rhes. 141; ποίας μηχανὰς πλέκουσιν, Andr. 66, wie Plat. Conv. 203 d; μηχαναὶ Σισύφου, Ar. Ach. 366; σοφιστῶν, Plat. Legg. X, 908 d. – b) [[Kunst]], Erfindung; τὰν ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν, Pind. P. 3, 62; ποτανά, N. 7, 22; εὗρε μηχανὴν σωτηρίας, er erfand Mittel zur Rettung, Aesch. Spt. 191. – Bes. c) Vorrichtung zu Etwas, [[Werkzeug]]; ἰχθυβόλῳ μηχανᾷ, Aesch. Spt. 123; μηχαναῖς ἔζευξεν Ἕλλης πορθμόν, durch künstliche Vorrichtungen, Pers. 708; πόλιν πύργων βαθείᾳ μηχανῇ κεκλειμένην, Suppl. 934; κρατεῖ δὲ μηχαναῖς ἀγραύλου [[θηρός]], Soph. Ant. 348; [[μηχανή]] τε πεπλεγμένη, Eur. Andr. 996; εἰς ἀρκυστάταν μηχανὰν ἐμπλέκειν, Or. 1423; καινὰς μηχανὰς προσφέρειν [[πρός]] τινα, Ar. Nubb. 472; τινί, Thesm. 1132. Bes. Kriegs- u. Belagerungsmaschinen, μηχανὰς προσῆγον τῇ πόλει, Thuc. 3, 76. 4, 100 u. öfter, wie Pol. oft. Auch von Theatermaschinen, ὥσπερ ἐπὶ τραγικῆς μηχανῆς [[θεός]], Plat. Clit. 407 a, vgl. Crat. 425 d; ὁ ἀπὸ μηχανῆς [[θεός]], Men. bei Schol. Plat. p. 394; Plut. u. a. Sp. – Uebh. [[Mittel]] wozu, Etwas zu erlangen; εἴ [[τίς]] ἐστι [[μηχανή]], ἴθι καὶ πειρῶ, Her. 8, 57, öfter; μηδεμιῇ μηχανῇ, allgemein = auf keine Weise, 7, 51, u. so οὐδεμίην εἶναι μηχανήν, [[ὅκως]] οὐ τῷ ἀστῷ προσθήσονται, es gäbe keinen Ausweg, daß sie nicht, sie müßten, 2, 160; ἔστι τοι οὐδεμίη μηχανὴ μὴ οὐκ ἀπολωλέναι, 2, 181, vgl. 1, 209. 3, 51; [[μήτε]] τέχνῃ [[μήτε]] μηχανῇ μηδεμιᾷ, Thuc. 5, 18. 47; [[τίς]] μηχανὴ μὴ [[οὐχί]], wie ist es anders möglich, als daß, Plat. Phaed. 72 d; [[οὐδεμία]] γὰρ μηχανὴ εἴη, denn es sei nicht möglich, ib. 86 a, öfter; mit folgendem ὥςτε, Conv. 188 e u. öfter bei Folgdn.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0181.png Seite 181]] ἡ (machina, machen), eigtl. [[Hülfsmittel]], Werkzeug Etwas zu machen, zu bewerkstelligen; – a) [[List]], [[Kunstgriff]], [[Ränke]]; Hes. Th. 146; ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς, Pind. P. 8, 78; πᾶσαν συνάψας μηχανὴν δυσβουλίας, Aesch. Ag. 1391; ἐννυχίοις μηχαναῖς, Soph. Ai. 181; neben [[πόρος]], Eur. Med. 260; ἐχθρῶν, Anschlag der Feinde, Rhes. 141; ποίας μηχανὰς πλέκουσιν, Andr. 66, wie Plat. Conv. 203 d; μηχαναὶ Σισύφου, Ar. Ach. 366; σοφιστῶν, Plat. Legg. X, 908 d. – b) [[Kunst]], Erfindung; τὰν ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν, Pind. P. 3, 62; ποτανά, N. 7, 22; εὗρε μηχανὴν σωτηρίας, er erfand Mittel zur Rettung, Aesch. Spt. 191. – Bes. c) [[Vorrichtung]] zu Etwas, [[Werkzeug]]; ἰχθυβόλῳ μηχανᾷ, Aesch. Spt. 123; μηχαναῖς ἔζευξεν Ἕλλης πορθμόν, durch künstliche Vorrichtungen, Pers. 708; πόλιν πύργων βαθείᾳ μηχανῇ κεκλειμένην, Suppl. 934; κρατεῖ δὲ μηχαναῖς ἀγραύλου [[θηρός]], Soph. Ant. 348; [[μηχανή]] τε πεπλεγμένη, Eur. Andr. 996; εἰς ἀρκυστάταν μηχανὰν ἐμπλέκειν, Or. 1423; καινὰς μηχανὰς προσφέρειν [[πρός]] τινα, Ar. Nubb. 472; τινί, Thesm. 1132. Bes. Kriegs- u. Belagerungsmaschinen, μηχανὰς προσῆγον τῇ πόλει, Thuc. 3, 76. 4, 100 u. öfter, wie Pol. oft. Auch von Theatermaschinen, ὥσπερ ἐπὶ τραγικῆς μηχανῆς [[θεός]], Plat. Clit. 407 a, vgl. Crat. 425 d; ὁ ἀπὸ μηχανῆς [[θεός]], Men. bei Schol. Plat. p. 394; Plut. u. a. Sp. – Uebh. [[Mittel]] wozu, Etwas zu erlangen; εἴ [[τίς]] ἐστι [[μηχανή]], ἴθι καὶ πειρῶ, Her. 8, 57, öfter; μηδεμιῇ μηχανῇ, allgemein = auf keine Weise, 7, 51, u. so οὐδεμίην εἶναι μηχανήν, [[ὅκως]] οὐ τῷ ἀστῷ προσθήσονται, es gäbe keinen Ausweg, daß sie nicht, sie müßten, 2, 160; ἔστι τοι οὐδεμίη μηχανὴ μὴ οὐκ ἀπολωλέναι, 2, 181, vgl. 1, 209. 3, 51; [[μήτε]] τέχνῃ [[μήτε]] μηχανῇ μηδεμιᾷ, Thuc. 5, 18. 47; [[τίς]] μηχανὴ μὴ [[οὐχί]], wie ist es anders möglich, als daß, Plat. Phaed. 72 d; [[οὐδεμία]] γὰρ μηχανὴ εἴη, denn es sei nicht möglich, ib. 86 a, öfter; mit folgendem ὥςτε, Conv. 188 e u. öfter bei Folgdn.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μηχᾰνή''': Δωρ. μᾱχανά, ἡ, ([[μῆχος]]) τὸ παρὰ Λατ. machina· 1) [[ἐργαλεῖον]], [[μηχάνημα]] πρὸς ἀνύψωσιν βαρῶν καὶ τὰ ὅμοια, Ἡρόδ. 2. 135., 3. 152, κ. ἀλλ.· ἰχθυβόλῳ μ. Ποσειδῶνος, ἐπὶ τῆς τριαίνης, Αἰσχύλ. Θήβ. 132· λαοπόροις μ., ἐπὶ τῆς ἐκ πλοίων γεφύρας τοῦ Ξέρξου, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 113, πρβλ. 722. 2) πολεμική τις [[μηχανή]], Θουκ., τὸ πλεῖστον ἐν ταῖς φράσεσι, μηχανὰς προσάγειν, 2. 76, κτλ.· μηχαναῖς [[ἑλεῖν]] 4. 13. 3) θεατρικὴ [[μηχανή]], δι’ ἧς θεοί, κτλ. ἐνεφανίζοντο μετέωροι, Πλάτ. Κρατ. 425D, Κλείταρχ. 407Α· αἵρουσιν [[ὥσπερ]] δάκτυλον τὴν μηχανὴν Ἀντιφάν. ἐν «Ποιήσει» 1. 15, [[ἔνθα]] ἰδὲ Meineke· ἀπὸ μηχανῆς πωλοῦντες [[ὥσπερ]] οἱ θεοὶ Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 4. 19· [[ἐντεῦθεν]] παροιμ. ἐπὶ παντὸς αἰφνιδίου καὶ ἀπροσδοκήτου πράγματος, ἀπὸ μηχανῆς θεὸς ἐπεφάνης, Λατ. deus ex machina, Μένανδρ. ἐν «Θεοφορουμένῃ» 5· [[ὥσπερ]] ἀπὸ μηχανῆς Δημ. 1025, ἐν τέλ., πρβλ. Ἀριστ. Ποιητ. 15, 10. ΙΙ. [[μέσον]] ἢ [[τρόπος]] δι’ οὗ τις ἐκτελεῖ τι, [[ἤτοι]] κλήρῳ..., ἢ [[ἄλλῃ]] τινὶ μ. Ἡρόδ. 3, 83· εἴ τις ἐστι μ., ἴθι καὶ πειρῶ ὁ αὐτ. 8. 57, κτλ.· ἰδίως ἐν τῷ πληθ., μηχαναί, ἐπίνοιαι, τεχνάσματα, πανουργίαι, δόλοι, Ἡσ. Θ. 146, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ., ἰδίως ἐπὶ κακῆς σημασίας, μηχαναὶ [[Διός]], διὰ τῶν τεχνασμάτων τοῦ [[Διός]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 677· [[χερός]]... ἐκτίνοντα μηχανάς, πράξεις βίας, [[αὐτόθι]] 1582· Ὀρέστην μηχαναῖσι μὲν θανόντα, νῦν δὲ μηχαναῖς σεσωσμένον Σοφ. Ἠλ. 1228· κρατεῖ μηχαναῖς... θηρὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 349· μ. σοφιστῶν Πλάτ. Νόμ. 908D· παροιμ., μηχαναὶ Σισύφου Ἀριστοφ. Ἀχ. 391· - φράσεις, μηχανὴν ἢ μηχανὰς προσφέρειν Εὐρ. Εὐρ. Ι. Τ. 112, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1132· προσφέρεσθαι Πολύβ. 1. 18, 11· εὑρίσκειν, ἐξευρίσκειν Αἰσχύλ. Εὐμ. 82, Εὐρ. Ἄλκ. 221· πλέκειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 66· πορίζεσθαι Πλάτ. Συμπ. 191Β· ἐκπορίζειν Ἀριστοφ. Σφ. 365· ζητεῖν [[αὐτόθι]] 149· μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ’ ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν, «[[μηδαμῶς]], ὦ προσφιλεστάτη [[ψυχή]], θνητὴ τυγχάνουσα ἐπ’ ἀθάνατον σπεῦδε βίον, ἀλλὰ [[μᾶλλον]] ἐπιζήτει μηχανήν, ἢν καὶ καταπράξασθαι δύνασαι, [[οἷον]], τοιούτοις ἐπεχείρει ἃ δύναται πραχθῆναι» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 3. 110· κατ’ ἐμὰν μηχανάν, «κατὰ τὴν [[ἐμαυτοῦ]] γνώμην» (Σχόλ.), [[αὐτόθι]] 194· μετὰ γενικῆς τοῦ ἀντικειμένου, μ. κακῶν, [[ἐπίνοια]] [[ἐναντίον]] τῶν κακῶν, Εὐρ. Ἄλκ. 221· ἀλλὰ μ. σωτηρίας, [[τρόπος]] δι’ οὗ εὑρίσκει τις ἀσφάλειαν, σωτηρίαν, Αἰσχύλ. Θήβ. 209· οὕτω, μυρίων οὐσῶν μηχανῶν ἀπαλλαγῆς Ξεν. Κύρ. 5. 1, 12 (ἀνθ’ οὗ ὁ Αἰσχύλ. λέγει μηχανὰς εὑρήσομεν, [[ὥστε]] ἀπαλλάξαι, Εὐμ. 82). 2) οὐδεμία [[μηχανή]] [ἐστι] [[ὅπως]] οὐ, μεθ’ ὁριστ. μέλλ., Ἡρόδ. 2. 160· [[ὡσαύτως]] μὴ οὐ μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 2. 181., 3. 51· τὸ μὴ μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 1. 209· τίς μ. μὴ [[οὐχί]].... Πλάτ. Φαίδων 72D· πρβλ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 788. 3) [[συχνάκις]] ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. ἐν ἐπιρρ. φράσεσι, ἐκ μηχανῆς τινος, κατά τινα τρόπον, 6. 115· μηδεμιῇ μηχανῇ, κατ’ οὐδένα τρόπον, δι’ οὐδενὸς μέσου, 7. 51, κτλ.· οὕτω, [[μήτε]] τέχνῃ [[μήτε]] μηχανῇ μηδεμιᾷ Σύμβασις παρὰ Θουκ. 5. 18· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πάσῃ τέχνῃ καὶ μηχανῇ Λυσ. 156. 38· πάσῃ μηχανῇ Ἀριστοφ. Λυσ. 300· τρόπῳ ἢ μηχανῇ ᾑτινιοῦν Νόμ. παρὰ Δημ. 551. 25.
|lstext='''μηχᾰνή''': Δωρ. [[μαχανά|μᾱχανά]], ἡ, ([[μῆχος]]) τὸ παρὰ Λατ. machina· 1) [[ἐργαλεῖον]], [[μηχάνημα]] πρὸς ἀνύψωσιν βαρῶν καὶ τὰ ὅμοια, Ἡρόδ. 2. 135., 3. 152, κ. ἀλλ.· ἰχθυβόλῳ μ. Ποσειδῶνος, ἐπὶ τῆς τριαίνης, Αἰσχύλ. Θήβ. 132· λαοπόροις μ., ἐπὶ τῆς ἐκ πλοίων γεφύρας τοῦ Ξέρξου, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 113, πρβλ. 722. 2) πολεμική τις [[μηχανή]], Θουκ., τὸ πλεῖστον ἐν ταῖς φράσεσι, μηχανὰς προσάγειν, 2. 76, κτλ.· μηχαναῖς [[ἑλεῖν]] 4. 13. 3) θεατρικὴ [[μηχανή]], δι’ ἧς θεοί, κτλ. ἐνεφανίζοντο μετέωροι, Πλάτ. Κρατ. 425D, Κλείταρχ. 407Α· αἵρουσιν [[ὥσπερ]] δάκτυλον τὴν μηχανὴν Ἀντιφάν. ἐν «Ποιήσει» 1. 15, [[ἔνθα]] ἰδὲ Meineke· ἀπὸ μηχανῆς πωλοῦντες [[ὥσπερ]] οἱ θεοὶ Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 4. 19· [[ἐντεῦθεν]] παροιμ. ἐπὶ παντὸς αἰφνιδίου καὶ ἀπροσδοκήτου πράγματος, ἀπὸ μηχανῆς θεὸς ἐπεφάνης, Λατ. deus ex machina, Μένανδρ. ἐν «Θεοφορουμένῃ» 5· [[ὥσπερ]] ἀπὸ μηχανῆς Δημ. 1025, ἐν τέλ., πρβλ. Ἀριστ. Ποιητ. 15, 10. ΙΙ. [[μέσον]] ἢ [[τρόπος]] δι’ οὗ τις ἐκτελεῖ τι, [[ἤτοι]] κλήρῳ..., ἢ [[ἄλλῃ]] τινὶ μ. Ἡρόδ. 3, 83· εἴ τις ἐστι μ., ἴθι καὶ πειρῶ ὁ αὐτ. 8. 57, κτλ.· ἰδίως ἐν τῷ πληθ., μηχαναί, ἐπίνοιαι, τεχνάσματα, πανουργίαι, δόλοι, Ἡσ. Θ. 146, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ., ἰδίως ἐπὶ κακῆς σημασίας, μηχαναὶ [[Διός]], διὰ τῶν τεχνασμάτων τοῦ [[Διός]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 677· [[χερός]]... ἐκτίνοντα μηχανάς, πράξεις βίας, [[αὐτόθι]] 1582· Ὀρέστην μηχαναῖσι μὲν θανόντα, νῦν δὲ μηχαναῖς σεσωσμένον Σοφ. Ἠλ. 1228· κρατεῖ μηχαναῖς... θηρὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 349· μ. σοφιστῶν Πλάτ. Νόμ. 908D· παροιμ., μηχαναὶ Σισύφου Ἀριστοφ. Ἀχ. 391· - φράσεις, μηχανὴν ἢ μηχανὰς προσφέρειν Εὐρ. Εὐρ. Ι. Τ. 112, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1132· προσφέρεσθαι Πολύβ. 1. 18, 11· εὑρίσκειν, ἐξευρίσκειν Αἰσχύλ. Εὐμ. 82, Εὐρ. Ἄλκ. 221· πλέκειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 66· πορίζεσθαι Πλάτ. Συμπ. 191Β· ἐκπορίζειν Ἀριστοφ. Σφ. 365· ζητεῖν [[αὐτόθι]] 149· μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ’ ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν, «[[μηδαμῶς]], ὦ προσφιλεστάτη [[ψυχή]], θνητὴ τυγχάνουσα ἐπ’ ἀθάνατον σπεῦδε βίον, ἀλλὰ [[μᾶλλον]] ἐπιζήτει μηχανήν, ἢν καὶ καταπράξασθαι δύνασαι, [[οἷον]], τοιούτοις ἐπεχείρει ἃ δύναται πραχθῆναι» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 3. 110· κατ’ ἐμὰν μηχανάν, «κατὰ τὴν [[ἐμαυτοῦ]] γνώμην» (Σχόλ.), [[αὐτόθι]] 194· μετὰ γενικῆς τοῦ ἀντικειμένου, μ. κακῶν, [[ἐπίνοια]] [[ἐναντίον]] τῶν κακῶν, Εὐρ. Ἄλκ. 221· ἀλλὰ μ. σωτηρίας, [[τρόπος]] δι’ οὗ εὑρίσκει τις ἀσφάλειαν, σωτηρίαν, Αἰσχύλ. Θήβ. 209· οὕτω, μυρίων οὐσῶν μηχανῶν ἀπαλλαγῆς Ξεν. Κύρ. 5. 1, 12 (ἀνθ’ οὗ ὁ Αἰσχύλ. λέγει μηχανὰς εὑρήσομεν, [[ὥστε]] ἀπαλλάξαι, Εὐμ. 82). 2) οὐδεμία [[μηχανή]] [ἐστι] [[ὅπως]] οὐ, μεθ’ ὁριστ. μέλλ., Ἡρόδ. 2. 160· [[ὡσαύτως]] μὴ οὐ μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 2. 181., 3. 51· τὸ μὴ μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 1. 209· τίς μ. μὴ [[οὐχί]].... Πλάτ. Φαίδων 72D· πρβλ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 788. 3) [[συχνάκις]] ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. ἐν ἐπιρρ. φράσεσι, ἐκ μηχανῆς τινος, κατά τινα τρόπον, 6. 115· μηδεμιῇ μηχανῇ, κατ’ οὐδένα τρόπον, δι’ οὐδενὸς μέσου, 7. 51, κτλ.· οὕτω, [[μήτε]] τέχνῃ [[μήτε]] μηχανῇ μηδεμιᾷ Σύμβασις παρὰ Θουκ. 5. 18· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πάσῃ τέχνῃ καὶ μηχανῇ Λυσ. 156. 38· πάσῃ μηχανῇ Ἀριστοφ. Λυσ. 300· τρόπῳ ἢ μηχανῇ ᾑτινιοῦν Νόμ. παρὰ Δημ. 551. 25.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[μηχανή]], Α δωρ. τ. μαχανά)<br /><b>1.</b> [[κάθε]] υλικό [[μέσο]] που χρησιμεύει αποκλειστικά για την [[επαύξηση]] ή [[αντικατάσταση]] της δύναμης του ανθρώπου ή τών ζώων [[προς]] [[επίτευξη]] φυσικού έργου<br /><b>2.</b> [[μηχανικό]] [[μέσο]] που χρησιμοποιήθηκε στο αρχαίο [[θέατρο]] για ολοκληρωμένη σκηνική [[παρουσίαση]] του έργου, [[κυρίως]] εκείνο με το οποίο εμφανίζονταν οι θεοί μετέωροι προκειμένου να δώσουν [[λύση]] στο [[δράμα]] («ἐπὶ τὰς μηχανὰς καταφεύγουσι θεούς αἴροντες», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[τέχνασμα]], [[πανουργία]], [[δόλος]], [[απάτη]] (α. «[[πάντα]] σοφίσματα καὶ πάσας μηχανὰς ἐπεποιήκεε ἐς αὐτοὺς Δαρεῖος», <b>Ηρόδ.</b><br />θ. «όλος ο [[κόσμος]] [[τώρα]] δουλεύει μηχανές...», λαϊκ. [[τραγούδι]])<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «από μηχανής [[θεός]]» — [[πρόσωπο]] που εμφανίζεται [[ξαφνικά]] και δίνει [[λύση]] σε δυσάρεστη ή περίπλοκη [[κατάσταση]]<br />β) «πολεμικές μηχανές» — [[βαριά]] και πολύπλοκα όπλα τα οποία χρησιμοποιήθηκαν [[είτε]] για την [[καταστροφή]] τειχών [[είτε]], [[κατά]] κύριο λόγο, για την [[εξακόντιση]] βλημάτων, από τα οποία πιο γνωστά [[είναι]] ο [[καταπέλτης]] και ο [[κριός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[μοτοσυκλέτα]]<br />β) [[άτομο]] που λειτουργεί [[χωρίς]] [[πρωτοβουλία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «κρατική [[μηχανή]]» — το [[σύνολο]] τών κρατικών υπηρεσιών [[καθώς]] και τών υπαλλήλων που εργάζονται σε αυτές<br />β) «πολεμική [[μηχανή]]» — το [[σύνολο]] του πολεμικού εξοπλισμού μιάς χώρας<br />γ) «δουλεύει [[μηχανή]]» — λέγεται για [[δήλωση]] ευρυθμίας και κανονικότητας<br />δ) «μού 'στησε [[μηχανή]]» — μέ εξαπάτησε<br />ε) «[[γλώσσα]] μηχανής»<br /><b>(πληροφ.)</b> χαμηλής στάθμης [[γλώσσα]] προγραμματισμού τών ηλεκτρονικών υπολογιστών, η μόνη [[γλώσσα]] που [[είναι]] κατανοητή από τους μικροεπεξεργαστές<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ἐκ μηχανῆς» — με [[υστεροβουλία]]<br />β) «[[ράπτω]] μηχανάς» — [[μηχανεύομαι]], [[ραδιουργώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τεχνική]] [[επινόηση]] ή [[μέσο]] με το οποίο εκτελείται [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έκταση]] γης που αρδεύεται με [[μηχανή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀντλῶ μαχανάν» — [[εξαντλώ]] τους πόρους<br />β) «κατ' ἐμὰν μαχανάν» — [[κατά]] τη δική μου [[γνώμη]]<br />γ) «μηδεμιῇ μηχανῇ» — με κανέναν τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μηχανή]] θα μπορούσε να αναχθεί στο [[θέμα]] ενός αμάρτυρου αρχαϊκού τ. <i>μᾶχαρ</i> ([[πρβλ]]. [[μῆχαρ]]) με πιθανή γεν. <i>μᾱχανος</i> (παρ' όλο που τα ουδέτερα σε -<i>αρ</i> εμφανίζουν [[κατά]] κανόνα γεν. σε -<i>άτος</i>), στην οποία θα οφείλεται το -<i>ν</i>- του [[μηχανή]] (<i>μᾱχαν</i>-<i>ā</i>, ο [[τόνος]] στη [[λήγουσα]] [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>ή</i>, [[πρβλ]]. [[αρχή]], [[φυλακή]]). Ο [[αρχαϊκός]] [[επίσης]] τ. [[μῆχος]] αποτελεί σιγμόληκτη [[μορφή]] του [[μῆχαρ]], [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ος</i>. Οι τ. [[μῆχαρ]] και [[μήχος]] δεν έλαβαν [[ούτε]] τη μειωτική σημ. «[[δόλος]], [[πανουργία]]» [[ούτε]] την [[τεχνική]] σημ. της λ. [[μηχανή]]. Η λ. συνδέεται με λέξεις (ρήματα και ουσιαστικά) της γερμ. και σλαβ. που σημαίνουν «[[μπορώ]], [[δύναμαι]]» και «[[δύναμη]]», όπως λ.χ. γοτθ. <i>mag</i> «[[μπορώ]]», αρχ. σλαβ. <i>moge</i>, <i>mošti</i>, ρωσ. <i>mogu</i> «[[μπορώ]]», γερμ. <i>Μacht</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, η λ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>m</i><i>ā</i><i>gh</i>- «[[μπορώ]], [[βοηθώ]]» και συνδέεται με λιθουαν. <i>mόku</i>, <i>moketi</i> «[[μπορώ]], [[καταλαβαίνω]]» (με δασύ [[σύμφωνο]] -<i>qh</i>-). Ο δωρ. τ. <i>μᾱχανᾱ</i> εμφανίζεται στη λατ. με τον τ. <i>m</i><i>ā</i><i>chin</i><i>ā</i> ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>maschine</i>, γαλλ. <i>machine</i>, γερμ. <i>Μaschine</i>) ενώ υποστηρίζεται ότι και ο ιραν. τ. <i>m</i><i>ē</i><i>čan</i> «[[χειροκίνητος]] [[μύλος]]» ανάγεται στο ελλ. [[μηχανή]]. Η σημ. της λ. [[μηχανή]] «[[τρόπος]], [[μέσον]]» έλαβε πολύ [[γρήγορα]] μειωτική σημ. «[[δόλος]], [[τέχνασμα]], [[απάτη]]». Τέλος, η λ. εμφανίζεται ως θ' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>μηχανος</i> ([[πρβλ]]. και ανθρωπωνύμιο <i>Ευ</i>-<i>μήχανος</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μηχανεύομαι]], [[μηχανικός]], [[μηχανώμαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μηχανάριος]], [[μηχανεύς]], [[μηχάνιον]], [[μηχανίτις]], [[μηχανιώτης]], [[μηχανόεις]], [[μηχάνωμα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μηχανία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μηχανίς]], [[μηχανός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μηχάνι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μηχανάκι]], [[μηχανισμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μηχανοποιός]], [[μηχανορράφος]], [[μηχανοστάσιο]], [[μηχανουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μηχανοδέτης]], [[μηχανοδίφης]], [[μηχανοπανουργία]], <i>μηχανοσφαιροποιία</i>, [[μηχανοφόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μηχανομάντευμαν]], [[μηχανοπλοκώ]], [[μηχανοτευχώ]], [[μηχανούργος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μηχανογράφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μηχανέλαιο]], [[μηχανόβιος]], [[μηχανογράφηση]], [[μηχανοδηγός]], [[μηχανοθεραπεία]], [[μηχανοθεραπευτής]], [[μηχανοκάικο]], [[μηχανοκάμωτος]], [[μηχανοκίνητος]], [[μηχανοκρατία]], [[μηχανόλαδο]], [[μηχανολογιστικός]], <i>μηχανολολόγος</i>, [[μηχανοπέδη]], [[μηχανοργάνωση]], [[μηχανόσημο]], [[μηχανοτεχνίτης]], [[μηχανότρατα]], [[μηχανοϋποδοχέας]]. (Β' συνθετικό) σε -<i>μήχανος</i>. [[αμήχανος]], [[βιομήχανος]], [[πολυμήχανος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αδικομήχανος]], <i>απροσμήχανος</i>, [[γλυκυμήχανος]], [[δολομήχανος]], [[δυσμήχανος]], [[δωδεκαμήχανος]], [[επιμήχανος]], [[ευμήχανος]], [[θρασυμήχανος]], [[κακομήχανος]], [[πανευμήχανος]], [[ποικιλομήχανος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καπνοβιομήχανος]], [[μεγαλοβιομήχανος]], [[μεταξοβιομήχανος]], [[μικροβιομήχανος]], [[παμμήχανος]], [[σιδηροβιομήχανος]], <i>φαρμακοβιομήχανος</i>, [[χαρτοβιομήχανος]]].
|mltxt=η (ΑΜ [[μηχανή]], Α δωρ. τ. [[μαχανά]])<br /><b>1.</b> [[κάθε]] υλικό [[μέσο]] που χρησιμεύει αποκλειστικά για την [[επαύξηση]] ή [[αντικατάσταση]] της δύναμης του ανθρώπου ή τών ζώων [[προς]] [[επίτευξη]] φυσικού έργου<br /><b>2.</b> [[μηχανικό]] [[μέσο]] που χρησιμοποιήθηκε στο αρχαίο [[θέατρο]] για ολοκληρωμένη σκηνική [[παρουσίαση]] του έργου, [[κυρίως]] εκείνο με το οποίο εμφανίζονταν οι θεοί μετέωροι προκειμένου να δώσουν [[λύση]] στο [[δράμα]] («ἐπὶ τὰς μηχανὰς καταφεύγουσι θεούς αἴροντες», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[τέχνασμα]], [[πανουργία]], [[δόλος]], [[απάτη]] (α. «[[πάντα]] σοφίσματα καὶ πάσας μηχανὰς ἐπεποιήκεε ἐς αὐτοὺς Δαρεῖος», <b>Ηρόδ.</b><br />θ. «όλος ο [[κόσμος]] [[τώρα]] δουλεύει μηχανές...», λαϊκ. [[τραγούδι]])<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «από μηχανής [[θεός]]» — [[πρόσωπο]] που εμφανίζεται [[ξαφνικά]] και δίνει [[λύση]] σε δυσάρεστη ή περίπλοκη [[κατάσταση]]<br />β) «πολεμικές μηχανές» — [[βαριά]] και πολύπλοκα όπλα τα οποία χρησιμοποιήθηκαν [[είτε]] για την [[καταστροφή]] τειχών [[είτε]], [[κατά]] κύριο λόγο, για την [[εξακόντιση]] βλημάτων, από τα οποία πιο γνωστά [[είναι]] ο [[καταπέλτης]] και ο [[κριός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[μοτοσυκλέτα]]<br />β) [[άτομο]] που λειτουργεί [[χωρίς]] [[πρωτοβουλία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «κρατική [[μηχανή]]» — το [[σύνολο]] τών κρατικών υπηρεσιών [[καθώς]] και τών υπαλλήλων που εργάζονται σε αυτές<br />β) «πολεμική [[μηχανή]]» — το [[σύνολο]] του πολεμικού εξοπλισμού μιάς χώρας<br />γ) «δουλεύει [[μηχανή]]» — λέγεται για [[δήλωση]] ευρυθμίας και κανονικότητας<br />δ) «μού 'στησε [[μηχανή]]» — μέ εξαπάτησε<br />ε) «[[γλώσσα]] μηχανής»<br /><b>(πληροφ.)</b> χαμηλής στάθμης [[γλώσσα]] προγραμματισμού τών ηλεκτρονικών υπολογιστών, η μόνη [[γλώσσα]] που [[είναι]] κατανοητή από τους μικροεπεξεργαστές<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ἐκ μηχανῆς» — με [[υστεροβουλία]]<br />β) «[[ράπτω]] μηχανάς» — [[μηχανεύομαι]], [[ραδιουργώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τεχνική]] [[επινόηση]] ή [[μέσο]] με το οποίο εκτελείται [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έκταση]] γης που αρδεύεται με [[μηχανή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀντλῶ μαχανάν» — [[εξαντλώ]] τους πόρους<br />β) «κατ' ἐμὰν μαχανάν» — [[κατά]] τη δική μου [[γνώμη]]<br />γ) «μηδεμιῇ μηχανῇ» — με κανέναν τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μηχανή]] θα μπορούσε να αναχθεί στο [[θέμα]] ενός αμάρτυρου αρχαϊκού τ. <i>μᾶχαρ</i> ([[πρβλ]]. [[μῆχαρ]]) με πιθανή γεν. <i>μᾱχανος</i> (παρ' όλο που τα ουδέτερα σε -<i>αρ</i> εμφανίζουν [[κατά]] κανόνα γεν. σε -<i>άτος</i>), στην οποία θα οφείλεται το -<i>ν</i>- του [[μηχανή]] (<i>μᾱχαν</i>-<i>ā</i>, ο [[τόνος]] στη [[λήγουσα]] [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>ή</i>, [[πρβλ]]. [[αρχή]], [[φυλακή]]). Ο [[αρχαϊκός]] [[επίσης]] τ. [[μῆχος]] αποτελεί σιγμόληκτη [[μορφή]] του [[μῆχαρ]], [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ος</i>. Οι τ. [[μῆχαρ]] και [[μήχος]] δεν έλαβαν [[ούτε]] τη μειωτική σημ. «[[δόλος]], [[πανουργία]]» [[ούτε]] την [[τεχνική]] σημ. της λ. [[μηχανή]]. Η λ. συνδέεται με λέξεις (ρήματα και ουσιαστικά) της γερμ. και σλαβ. που σημαίνουν «[[μπορώ]], [[δύναμαι]]» και «[[δύναμη]]», όπως λ.χ. γοτθ. <i>mag</i> «[[μπορώ]]», αρχ. σλαβ. <i>moge</i>, <i>mošti</i>, ρωσ. <i>mogu</i> «[[μπορώ]]», γερμ. <i>Μacht</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, η λ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>m</i><i>ā</i><i>gh</i>- «[[μπορώ]], [[βοηθώ]]» και συνδέεται με λιθουαν. <i>mόku</i>, <i>moketi</i> «[[μπορώ]], [[καταλαβαίνω]]» (με δασύ [[σύμφωνο]] -<i>qh</i>-). Ο δωρ. τ. <i>μᾱχανᾱ</i> εμφανίζεται στη λατ. με τον τ. <i>m</i><i>ā</i><i>chin</i><i>ā</i> ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>maschine</i>, γαλλ. <i>machine</i>, γερμ. <i>Μaschine</i>) ενώ υποστηρίζεται ότι και ο ιραν. τ. <i>m</i><i>ē</i><i>čan</i> «[[χειροκίνητος]] [[μύλος]]» ανάγεται στο ελλ. [[μηχανή]]. Η σημ. της λ. [[μηχανή]] «[[τρόπος]], [[μέσον]]» έλαβε πολύ [[γρήγορα]] μειωτική σημ. «[[δόλος]], [[τέχνασμα]], [[απάτη]]». Τέλος, η λ. εμφανίζεται ως θ' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>μηχανος</i> ([[πρβλ]]. και ανθρωπωνύμιο <i>Ευ</i>-<i>μήχανος</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μηχανεύομαι]], [[μηχανικός]], [[μηχανώμαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μηχανάριος]], [[μηχανεύς]], [[μηχάνιον]], [[μηχανίτις]], [[μηχανιώτης]], [[μηχανόεις]], [[μηχάνωμα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μηχανία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μηχανίς]], [[μηχανός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μηχάνι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μηχανάκι]], [[μηχανισμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μηχανοποιός]], [[μηχανορράφος]], [[μηχανοστάσιο]], [[μηχανουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μηχανοδέτης]], [[μηχανοδίφης]], [[μηχανοπανουργία]], <i>μηχανοσφαιροποιία</i>, [[μηχανοφόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μηχανομάντευμαν]], [[μηχανοπλοκώ]], [[μηχανοτευχώ]], [[μηχανούργος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μηχανογράφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μηχανέλαιο]], [[μηχανόβιος]], [[μηχανογράφηση]], [[μηχανοδηγός]], [[μηχανοθεραπεία]], [[μηχανοθεραπευτής]], [[μηχανοκάικο]], [[μηχανοκάμωτος]], [[μηχανοκίνητος]], [[μηχανοκρατία]], [[μηχανόλαδο]], [[μηχανολογιστικός]], <i>μηχανολολόγος</i>, [[μηχανοπέδη]], [[μηχανοργάνωση]], [[μηχανόσημο]], [[μηχανοτεχνίτης]], [[μηχανότρατα]], [[μηχανοϋποδοχέας]]. (Β' συνθετικό) σε -<i>μήχανος</i>. [[αμήχανος]], [[βιομήχανος]], [[πολυμήχανος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αδικομήχανος]], <i>απροσμήχανος</i>, [[γλυκυμήχανος]], [[δολομήχανος]], [[δυσμήχανος]], [[δωδεκαμήχανος]], [[επιμήχανος]], [[ευμήχανος]], [[θρασυμήχανος]], [[κακομήχανος]], [[πανευμήχανος]], [[ποικιλομήχανος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καπνοβιομήχανος]], [[μεγαλοβιομήχανος]], [[μεταξοβιομήχανος]], [[μικροβιομήχανος]], [[παμμήχανος]], [[σιδηροβιομήχανος]], <i>φαρμακοβιομήχανος</i>, [[χαρτοβιομήχανος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm