3,273,401
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[μηχανή]], Α δωρ. τ. [[μαχανά]])<br /><b>1.</b> [[κάθε]] υλικό [[μέσο]] που χρησιμεύει αποκλειστικά για την [[επαύξηση]] ή [[αντικατάσταση]] της δύναμης του ανθρώπου ή τών ζώων [[προς]] [[επίτευξη]] φυσικού έργου<br /><b>2.</b> [[μηχανικό]] [[μέσο]] που χρησιμοποιήθηκε στο αρχαίο [[θέατρο]] για ολοκληρωμένη σκηνική [[παρουσίαση]] του έργου, [[κυρίως]] εκείνο με το οποίο εμφανίζονταν οι θεοί μετέωροι προκειμένου να δώσουν [[λύση]] στο [[δράμα]] («ἐπὶ τὰς μηχανὰς καταφεύγουσι θεούς αἴροντες», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[τέχνασμα]], [[πανουργία]], [[δόλος]], [[απάτη]] (α. «[[πάντα]] σοφίσματα καὶ πάσας μηχανὰς ἐπεποιήκεε ἐς αὐτοὺς Δαρεῖος», <b>Ηρόδ.</b><br />θ. «όλος ο [[κόσμος]] [[τώρα]] δουλεύει μηχανές...», λαϊκ. [[τραγούδι]])<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «από μηχανής [[θεός]]» — [[πρόσωπο]] που εμφανίζεται [[ξαφνικά]] και δίνει [[λύση]] σε δυσάρεστη ή περίπλοκη [[κατάσταση]]<br />β) «πολεμικές μηχανές» — [[βαριά]] και πολύπλοκα όπλα τα οποία χρησιμοποιήθηκαν [[είτε]] για την [[καταστροφή]] τειχών [[είτε]], [[κατά]] κύριο λόγο, για την [[εξακόντιση]] βλημάτων, από τα οποία πιο γνωστά [[είναι]] ο [[καταπέλτης]] και ο [[κριός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[μοτοσυκλέτα]]<br />β) [[άτομο]] που λειτουργεί [[χωρίς]] [[πρωτοβουλία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «κρατική [[μηχανή]]» — το [[σύνολο]] τών κρατικών υπηρεσιών [[καθώς]] και τών υπαλλήλων που εργάζονται σε αυτές<br />β) «πολεμική [[μηχανή]]» — το [[σύνολο]] του πολεμικού εξοπλισμού μιάς χώρας<br />γ) «δουλεύει [[μηχανή]]» — λέγεται για [[δήλωση]] ευρυθμίας και κανονικότητας<br />δ) «μού 'στησε [[μηχανή]]» — μέ εξαπάτησε<br />ε) «[[γλώσσα]] μηχανής»<br /><b>(πληροφ.)</b> χαμηλής στάθμης [[γλώσσα]] προγραμματισμού τών ηλεκτρονικών υπολογιστών, η μόνη [[γλώσσα]] που [[είναι]] κατανοητή από τους μικροεπεξεργαστές<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ἐκ μηχανῆς» — με [[υστεροβουλία]]<br />β) «[[ράπτω]] μηχανάς» — [[μηχανεύομαι]], [[ραδιουργώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τεχνική]] [[επινόηση]] ή [[μέσο]] με το οποίο εκτελείται [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έκταση]] γης που αρδεύεται με [[μηχανή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀντλῶ μαχανάν» — [[εξαντλώ]] τους πόρους<br />β) «κατ' ἐμὰν μαχανάν» — [[κατά]] τη δική μου [[γνώμη]]<br />γ) «μηδεμιῇ μηχανῇ» — με κανέναν τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μηχανή]] θα μπορούσε να αναχθεί στο [[θέμα]] ενός αμάρτυρου αρχαϊκού τ. <i>μᾶχαρ</i> ([[πρβλ]]. [[μῆχαρ]]) με πιθανή γεν. <i>μᾱχανος</i> (παρ' όλο που τα ουδέτερα σε -<i>αρ</i> εμφανίζουν [[κατά]] κανόνα γεν. σε -<i>άτος</i>), στην οποία θα οφείλεται το -<i>ν</i>- του [[μηχανή]] (<i>μᾱχαν</i>-<i>ā</i>, ο [[τόνος]] στη [[λήγουσα]] [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>ή</i>, [[πρβλ]]. [[αρχή]], [[φυλακή]]). Ο [[αρχαϊκός]] [[επίσης]] τ. [[μῆχος]] αποτελεί σιγμόληκτη [[μορφή]] του [[μῆχαρ]], [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ος</i>. Οι τ. [[μῆχαρ]] και [[μήχος]] δεν έλαβαν [[ούτε]] τη μειωτική σημ. «[[δόλος]], [[πανουργία]]» [[ούτε]] την [[τεχνική]] σημ. της λ. [[μηχανή]]. Η λ. συνδέεται με λέξεις (ρήματα και ουσιαστικά) της γερμ. και σλαβ. που σημαίνουν «[[μπορώ]], [[δύναμαι]]» και «[[δύναμη]]», όπως λ.χ. γοτθ. <i>mag</i> «[[μπορώ]]», αρχ. σλαβ. <i>moge</i>, <i>mošti</i>, ρωσ. <i>mogu</i> «[[μπορώ]]», γερμ. <i>[[ | |mltxt=η (ΑΜ [[μηχανή]], Α δωρ. τ. [[μαχανά]])<br /><b>1.</b> [[κάθε]] υλικό [[μέσο]] που χρησιμεύει αποκλειστικά για την [[επαύξηση]] ή [[αντικατάσταση]] της δύναμης του ανθρώπου ή τών ζώων [[προς]] [[επίτευξη]] φυσικού έργου<br /><b>2.</b> [[μηχανικό]] [[μέσο]] που χρησιμοποιήθηκε στο αρχαίο [[θέατρο]] για ολοκληρωμένη σκηνική [[παρουσίαση]] του έργου, [[κυρίως]] εκείνο με το οποίο εμφανίζονταν οι θεοί μετέωροι προκειμένου να δώσουν [[λύση]] στο [[δράμα]] («ἐπὶ τὰς μηχανὰς καταφεύγουσι θεούς αἴροντες», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[τέχνασμα]], [[πανουργία]], [[δόλος]], [[απάτη]] (α. «[[πάντα]] σοφίσματα καὶ πάσας μηχανὰς ἐπεποιήκεε ἐς αὐτοὺς Δαρεῖος», <b>Ηρόδ.</b><br />θ. «όλος ο [[κόσμος]] [[τώρα]] δουλεύει μηχανές...», λαϊκ. [[τραγούδι]])<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «από μηχανής [[θεός]]» — [[πρόσωπο]] που εμφανίζεται [[ξαφνικά]] και δίνει [[λύση]] σε δυσάρεστη ή περίπλοκη [[κατάσταση]]<br />β) «πολεμικές μηχανές» — [[βαριά]] και πολύπλοκα όπλα τα οποία χρησιμοποιήθηκαν [[είτε]] για την [[καταστροφή]] τειχών [[είτε]], [[κατά]] κύριο λόγο, για την [[εξακόντιση]] βλημάτων, από τα οποία πιο γνωστά [[είναι]] ο [[καταπέλτης]] και ο [[κριός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[μοτοσυκλέτα]]<br />β) [[άτομο]] που λειτουργεί [[χωρίς]] [[πρωτοβουλία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «κρατική [[μηχανή]]» — το [[σύνολο]] τών κρατικών υπηρεσιών [[καθώς]] και τών υπαλλήλων που εργάζονται σε αυτές<br />β) «πολεμική [[μηχανή]]» — το [[σύνολο]] του πολεμικού εξοπλισμού μιάς χώρας<br />γ) «δουλεύει [[μηχανή]]» — λέγεται για [[δήλωση]] ευρυθμίας και κανονικότητας<br />δ) «μού 'στησε [[μηχανή]]» — μέ εξαπάτησε<br />ε) «[[γλώσσα]] μηχανής»<br /><b>(πληροφ.)</b> χαμηλής στάθμης [[γλώσσα]] προγραμματισμού τών ηλεκτρονικών υπολογιστών, η μόνη [[γλώσσα]] που [[είναι]] κατανοητή από τους μικροεπεξεργαστές<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ἐκ μηχανῆς» — με [[υστεροβουλία]]<br />β) «[[ράπτω]] μηχανάς» — [[μηχανεύομαι]], [[ραδιουργώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τεχνική]] [[επινόηση]] ή [[μέσο]] με το οποίο εκτελείται [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έκταση]] γης που αρδεύεται με [[μηχανή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀντλῶ μαχανάν» — [[εξαντλώ]] τους πόρους<br />β) «κατ' ἐμὰν μαχανάν» — [[κατά]] τη δική μου [[γνώμη]]<br />γ) «μηδεμιῇ μηχανῇ» — με κανέναν τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μηχανή]] θα μπορούσε να αναχθεί στο [[θέμα]] ενός αμάρτυρου αρχαϊκού τ. <i>μᾶχαρ</i> ([[πρβλ]]. [[μῆχαρ]]) με πιθανή γεν. <i>μᾱχανος</i> (παρ' όλο που τα ουδέτερα σε -<i>αρ</i> εμφανίζουν [[κατά]] κανόνα γεν. σε -<i>άτος</i>), στην οποία θα οφείλεται το -<i>ν</i>- του [[μηχανή]] (<i>μᾱχαν</i>-<i>ā</i>, ο [[τόνος]] στη [[λήγουσα]] [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>ή</i>, [[πρβλ]]. [[αρχή]], [[φυλακή]]). Ο [[αρχαϊκός]] [[επίσης]] τ. [[μῆχος]] αποτελεί σιγμόληκτη [[μορφή]] του [[μῆχαρ]], [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ος</i>. Οι τ. [[μῆχαρ]] και [[μήχος]] δεν έλαβαν [[ούτε]] τη μειωτική σημ. «[[δόλος]], [[πανουργία]]» [[ούτε]] την [[τεχνική]] σημ. της λ. [[μηχανή]]. Η λ. συνδέεται με λέξεις (ρήματα και ουσιαστικά) της γερμ. και σλαβ. που σημαίνουν «[[μπορώ]], [[δύναμαι]]» και «[[δύναμη]]», όπως λ.χ. γοτθ. <i>mag</i> «[[μπορώ]]», αρχ. σλαβ. <i>moge</i>, <i>mošti</i>, ρωσ. <i>mogu</i> «[[μπορώ]]», γερμ. <i>[[Macht]]</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, η λ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>m</i><i>ā</i><i>gh</i>- «[[μπορώ]], [[βοηθώ]]» και συνδέεται με λιθουαν. <i>mόku</i>, <i>moketi</i> «[[μπορώ]], [[καταλαβαίνω]]» (με δασύ [[σύμφωνο]] -<i>qh</i>-). Ο δωρ. τ. <i>μᾱχανᾱ</i> εμφανίζεται στη λατ. με τον τ. <i>m</i><i>ā</i><i>chin</i><i>ā</i> ([[πρβλ]]. αγγλ. [[machine]], γαλλ. [[machine]], γερμ. [[Maschine]]) ενώ υποστηρίζεται ότι και ο ιραν. τ. <i>m</i><i>ē</i><i>čan</i> «[[χειροκίνητος]] [[μύλος]]» ανάγεται στο ελλ. [[μηχανή]]. Η σημ. της λ. [[μηχανή]] «[[τρόπος]], [[μέσον]]» έλαβε πολύ [[γρήγορα]] μειωτική σημ. «[[δόλος]], [[τέχνασμα]], [[απάτη]]». Τέλος, η λ. εμφανίζεται ως θ' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>μηχανος</i> ([[πρβλ]]. και ανθρωπωνύμιο <i>Ευ</i>-<i>μήχανος</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μηχανεύομαι]], [[μηχανικός]], [[μηχανώμαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μηχανάριος]], [[μηχανεύς]], [[μηχάνιον]], [[μηχανίτις]], [[μηχανιώτης]], [[μηχανόεις]], [[μηχάνωμα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μηχανία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μηχανίς]], [[μηχανός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μηχάνι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μηχανάκι]], [[μηχανισμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μηχανοποιός]], [[μηχανορράφος]], [[μηχανοστάσιο]], [[μηχανουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μηχανοδέτης]], [[μηχανοδίφης]], [[μηχανοπανουργία]], <i>μηχανοσφαιροποιία</i>, [[μηχανοφόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μηχανομάντευμαν]], [[μηχανοπλοκώ]], [[μηχανοτευχώ]], [[μηχανούργος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μηχανογράφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μηχανέλαιο]], [[μηχανόβιος]], [[μηχανογράφηση]], [[μηχανοδηγός]], [[μηχανοθεραπεία]], [[μηχανοθεραπευτής]], [[μηχανοκάικο]], [[μηχανοκάμωτος]], [[μηχανοκίνητος]], [[μηχανοκρατία]], [[μηχανόλαδο]], [[μηχανολογιστικός]], <i>μηχανολολόγος</i>, [[μηχανοπέδη]], [[μηχανοργάνωση]], [[μηχανόσημο]], [[μηχανοτεχνίτης]], [[μηχανότρατα]], [[μηχανοϋποδοχέας]]. (Β' συνθετικό) σε -<i>μήχανος</i>. [[αμήχανος]], [[βιομήχανος]], [[πολυμήχανος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αδικομήχανος]], <i>απροσμήχανος</i>, [[γλυκυμήχανος]], [[δολομήχανος]], [[δυσμήχανος]], [[δωδεκαμήχανος]], [[επιμήχανος]], [[ευμήχανος]], [[θρασυμήχανος]], [[κακομήχανος]], [[πανευμήχανος]], [[ποικιλομήχανος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καπνοβιομήχανος]], [[μεγαλοβιομήχανος]], [[μεταξοβιομήχανος]], [[μικροβιομήχανος]], [[παμμήχανος]], [[σιδηροβιομήχανος]], <i>φαρμακοβιομήχανος</i>, [[χαρτοβιομήχανος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |