3,274,216
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "[πρβλ. " to "[πρβλ. ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM ἀρχε-).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη [[μορφή]] <i>αρχε</i>- ως α' συνθετικό εμφανίζεται [[ένας]] [[μικρός]] σχετικά [[αριθμός]] συνθέτων λέξεων της Ελληνικής, της αρχαίας [[κυρίως]], απ' όπου μερικές διατηρήθηκαν και στη νέα Ελληνική, των οποίων το β' συνθετικό αρχίζει από [[σύμφωνο]]. Το <i>αρχε</i>- αποτελεί την αρχαιότερη [[μορφή]] που παρουσιάζει στη [[σύνθεση]] το ρ. [[άρχω]] ως α' συνθετικό, ενώ λίγο [[μετά]] τον Όμηρο αρχίζει η [[αντικατάσταση]] του από το <i>αρχι</i>-, το οποίο εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό συνθέτων. Το <i>αρχε</i>- [[είναι]] ο [[φορέας]] των δύο βασικών σημασιών του ρ. [[άρχω]] ([[πρβλ]]. <i>αρχ</i>-, <i>αρχι</i>- και <i>άρχο</i>-). Στα περισσότερα [[σύνθετα]] το <i>αρχε</i>- προσδίδει την αρχική [[σημασία]] του ρήματος «[[αρχίζω]], [[κάνω]] την [[αρχή]]» | |mltxt=(AM ἀρχε-).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη [[μορφή]] <i>αρχε</i>- ως α' συνθετικό εμφανίζεται [[ένας]] [[μικρός]] σχετικά [[αριθμός]] συνθέτων λέξεων της Ελληνικής, της αρχαίας [[κυρίως]], απ' όπου μερικές διατηρήθηκαν και στη νέα Ελληνική, των οποίων το β' συνθετικό αρχίζει από [[σύμφωνο]]. Το <i>αρχε</i>- αποτελεί την αρχαιότερη [[μορφή]] που παρουσιάζει στη [[σύνθεση]] το ρ. [[άρχω]] ως α' συνθετικό, ενώ λίγο [[μετά]] τον Όμηρο αρχίζει η [[αντικατάσταση]] του από το <i>αρχι</i>-, το οποίο εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό συνθέτων. Το <i>αρχε</i>- [[είναι]] ο [[φορέας]] των δύο βασικών σημασιών του ρ. [[άρχω]] ([[πρβλ]]. <i>αρχ</i>-, <i>αρχι</i>- και <i>άρχο</i>-). Στα περισσότερα [[σύνθετα]] το <i>αρχε</i>- προσδίδει την αρχική [[σημασία]] του ρήματος «[[αρχίζω]], [[κάνω]] την [[αρχή]]» [πρβλ. <b>αρχ.-νεοελλ.</b> [[αρχέγονος]], [[αρχέτυπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρχεδίκης]], [[αρχέπλουτος]], [[αρχεσίμολπος]], [[αρχέστατος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αρχέκακος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αρχεβίωση</i>], την οποία εξάλλου φέρουν και οι σύνθετες ξένες λέξεις με α' συνθετικό <i>arche</i>- ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>archecentric</i>, <i>archespore</i>). Υπάρχουν και [[λίγα]] [[σύνθετα]] της αρχαίας γλώσσας με <i>άρχε</i>-, στα οποία εμφανίζεται η [[υστερογενής]] [[σημασία]] του ρ. [[άρχω]] «[[κυβερνώ]], [[εξουσιάζω]]» ([[πρβλ]]. [[αρχέλαος]], [[αρχέπολις]], [[αρχέχορος]]). Εξάλλου το <i>αρχε</i>-παρουσιάζει σημαντική παραγωγική [[δύναμη]] στη [[σύνθεση]] κυρίων ονομάτων της αρχαίας<br />[[πρβλ]]. <i>Αρχεάναξ</i>, <i>Αρχέβιος</i>, <i>Αρχέβουλος</i>, <i>Αρχεδάμας</i>, <i>Αρχέδαμος</i>, <i>Αρχέδημος</i>, <i>Αρχέδικος</i>, <i>Αρχέδωρος</i>, <i>Αρχεκλής</i>, <i>Αρχεκράτης</i>, <i>Αρχέλας</i>, <i>Αρχέλοχος</i>, <i>Αρχέμανδρος</i>, <i>Αρχέμαχος</i>, <i>Αρχέμβροτος</i>, <i>Αρχεμήδης</i>, <i>Αρχέμηλος</i>, <i>Αρχεμηνίδας</i>, <i>Αρχεμόρα</i>, <i>Αρχεναύτης</i>, <i>Αρχένεως</i>, <i>Αρχένικος</i>, <i>Αρχένοθος</i>, <i>Αρχένομος</i>, <i>Αρχένους</i>, <i>Αρχέπολις</i>, <i>Αρχεπτόλεμος</i>, <i>Αρχέστρατος</i>, <i>Αρχέτιμος</i>, <i>Αρχέφιλος</i>, <i>Αρχέφρων</i>, <i>Αρχέφυλος</i>, <i>Αρχεφών</i>]. | ||
}} | }} |