Anonymous

πλάνης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> , )]")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ητος, ο, η, ΝΑ, και πλάνητας, ο, Ν<br />(<b>ως ουσ. και ως επίθ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που περιφέρεται εδώ κι [[εκεί]], που δεν έχει μόνιμο [[τόπο]] διαμονής, ο περιπλανώμενος (α. «εις τον πλάνητα δρόμον», Παπαδ.<br />β. «οἵ φέρονται πλάνητες ἐπ' [[οἶδμα]] πόλεις τε βαρβάρους περῶντες», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πλάνητες αστέρες» — οι πλανήτες<br />β) «πλάνητες πυρετοί» — πυρετοί που εμφανίζονται σε άτακτους, ακανόνιστους παροξυσμούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πλάνητες λίθοι»<br /><b>(γεωμορφ.)</b> θραύσματα πετρωμάτων που μεταφέρθηκαν από τους παγετώνες και αποτέθηκαν ασύμφωνα [[προς]] τη [[στρώση]] τών πετρωμάτων του υποβάθρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που πλανιέται, που κάνει [[λάθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλανῶμαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ης</i>, -<i>ητος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κέλ</i>-<i>ης</i>, <i>πέν</i>-<i>ης</i>)].
|mltxt=-ητος, ο, η, ΝΑ, και πλάνητας, ο, Ν<br />(<b>ως ουσ. και ως επίθ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που περιφέρεται εδώ κι [[εκεί]], που δεν έχει μόνιμο [[τόπο]] διαμονής, ο περιπλανώμενος (α. «εις τον πλάνητα δρόμον», Παπαδ.<br />β. «οἵ φέρονται πλάνητες ἐπ' [[οἶδμα]] πόλεις τε βαρβάρους περῶντες», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πλάνητες αστέρες» — οι πλανήτες<br />β) «πλάνητες πυρετοί» — πυρετοί που εμφανίζονται σε άτακτους, ακανόνιστους παροξυσμούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πλάνητες λίθοι»<br /><b>(γεωμορφ.)</b> θραύσματα πετρωμάτων που μεταφέρθηκαν από τους παγετώνες και αποτέθηκαν ασύμφωνα [[προς]] τη [[στρώση]] τών πετρωμάτων του υποβάθρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που πλανιέται, που κάνει [[λάθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλανῶμαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ης</i>, -<i>ητος</i> (<b>πρβλ.</b> [[κέλης]], [[πένης]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm