Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

έθνος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἔθνος]])<br />[[σύνολο]] ομόφυλων ανθρώπων («Μηδικὸν [[ἔθνος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σύνολο]] ανθρώπων που κατοικούν [[κατά]] κανόνα στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, συναποτελούν μία ομοιογενή [[κοινότητα]] με [[κοινή]] [[καταγωγή]], [[ιστορία]], πολιτισμό, [[παράδοση]] και —[[κατά]] κανόνα— [[γλώσσα]] και συνιστούν αυτόνομη [[πολιτική]] [[οντότητα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αλλόθρησκοι, εθνικοί, ειδωλολάτρες<br /><b>2.</b> [[επαρχία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύνολο]] ανθρώπων που αποτελούν ένα όλο, [[ομάδα]] προσώπων<br /><b>2.</b> [[πλήθος]] ανθρώπων<br /><b>3.</b> (στον πληθ. με γεν. προσδ.) το [[σύνολο]] τών ανθρώπων, η [[ανθρωπότητα]] ή το [[σύνολο]] τών [[νεκρών]] («κλυτὰ ἔθνεα νεκρῶν», Οδ.)<br /><b>4.</b> [[φυλή]]<br /><b>5.</b> η [[χώρα]] όπου υπάρχει το ομόφυλο [[κράτος]]<br /><b>6.</b> κοινωνική [[τάξη]]<br /><b>7.</b> [[φύλο]]<br /><b>8.</b> [[μέρος]] ή [[μέλος]] του σώματος<br /><b>9.</b> (για ένα μόνο [[πρόσωπο]]) [[γένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Στη λ. [[έθνος]] απαντά [[θέμα]] <i>εθ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>Fεθ</i>-, με σίγηση του <i>F</i>), που ανάγεται σε ΙΕ ρ. <i>swedh</i>- «[[συνήθεια]], [[έθιμο]], [[κατοικία]], [[άσυλο]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ε</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>νος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σμή</i>-<i>νος</i>). Η λ. εμφανίζεται ως [[δάνειο]] της Ελληνικής και σε άλλες γλώσσες (<b>πρβλ.</b> κοπτ. <i>hεθνος</i>, αρμ. <i>heťanos</i> και με [[παρετυμολογία]] γερμ. <i>Heide</i> «[[εθνικός]], μη [[χριστιανός]]»). Με το [[έθνος]] συνδέονται [[ετυμολογικός]] και τα [[έθνος]], [[οθνείος]] «[[ξένος]]». Η αρχική [[σημασία]] της λ. [[οθνείος]] ήταν «ο ανήκων στο [[έθνος]]» (και όχι στο [[γένος]]), σήμαινε δηλ. συγχρόνως «τον [[ξένο]] στο [[γένος]]», «[[ξένο]] στην [[οικογένεια]]», απ' όπου κατέληξε στη [[σημασία]] του «[[ξένος]]». Ο πληθ. <i>έθνη</i> της λ. [[έθνος]] χρησιμοποιήθηκε από τους Ιουδαίους συγγραφείς για να δηλώσει τα μη ιουδαϊκά έθνη. Λέξεις με παρόμοια [[σημασία]] χρησιμοποιήθηκαν αργότερα με τον ίδιο τρόπο από άλλους λαούς<br /><b>πρβλ.</b> λατ. <i>gent</i><i>ē</i><i>s</i>, γοτθ. <i>oiud</i><i>ō</i><i>s</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>diota</i>, εκκλ. σλαβ.<i>języci</i>. Η λ. <i>Έλληνες</i> απαντά στην Καινή Διαθήκη με τον ίδιο τρόπο όπως η λ. <i>έθνη</i><br />και από τους χριστιανούς συγγραφείς οι Έλληνες αποκαλούνταν «εθνικοί».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[εθνικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εθνηδόν]], [[εθνίτης]]<b>νεοελλ.</b> [[εθνάριο]](-<i>ν</i>), [[εθνισμός]], [[εθνότητα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[εθνοπάτωρ]], <i>εθνοπλήκτης</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εθνάρχης]], [[εθνόμυθος]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>εθνορύστις</i>, <i>εθνοσατράπης</i>, [[εθνόφρων]] <b>νεοελλ.</b> [[εθναπόστολος]], <i>εθνικοφροσύνη</i>, <i>εθνικόφρων</i>, [[εθνογράφος]], [[εθνοκτόνος]], [[εθνολόγος]], [[εθνομάρτυρας]], [[εθνοπρόβλητος]], <i>εθνόσημον</i>, [[εθνοστρατιά]], [[εθνοσυνέλευση]], [[εθνοσωτήριος]], [[εθνοφρουρά]], [[εθνοφύλακας]], [[εθνοψυχολογία]], [[εθνωφελής]] κ.λπ. (Β' συνθετικό)<br />[[αλλοεθνής]], [[ετεροεθνής]], [[ομοεθνής]], [[πολυεθνής]], [[φιλοεθνής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πανταεθνής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διεθνής]], <i>τριεθνής</i>].
|mltxt=το (AM [[ἔθνος]])<br />[[σύνολο]] ομόφυλων ανθρώπων («Μηδικὸν [[ἔθνος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σύνολο]] ανθρώπων που κατοικούν [[κατά]] κανόνα στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, συναποτελούν μία ομοιογενή [[κοινότητα]] με [[κοινή]] [[καταγωγή]], [[ιστορία]], πολιτισμό, [[παράδοση]] και —[[κατά]] κανόνα— [[γλώσσα]] και συνιστούν αυτόνομη [[πολιτική]] [[οντότητα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αλλόθρησκοι, εθνικοί, ειδωλολάτρες<br /><b>2.</b> [[επαρχία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύνολο]] ανθρώπων που αποτελούν ένα όλο, [[ομάδα]] προσώπων<br /><b>2.</b> [[πλήθος]] ανθρώπων<br /><b>3.</b> (στον πληθ. με γεν. προσδ.) το [[σύνολο]] τών ανθρώπων, η [[ανθρωπότητα]] ή το [[σύνολο]] τών [[νεκρών]] («κλυτὰ ἔθνεα νεκρῶν», Οδ.)<br /><b>4.</b> [[φυλή]]<br /><b>5.</b> η [[χώρα]] όπου υπάρχει το ομόφυλο [[κράτος]]<br /><b>6.</b> κοινωνική [[τάξη]]<br /><b>7.</b> [[φύλο]]<br /><b>8.</b> [[μέρος]] ή [[μέλος]] του σώματος<br /><b>9.</b> (για ένα μόνο [[πρόσωπο]]) [[γένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Στη λ. [[έθνος]] απαντά [[θέμα]] <i>εθ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>Fεθ</i>-, με σίγηση του <i>F</i>), που ανάγεται σε ΙΕ ρ. <i>swedh</i>- «[[συνήθεια]], [[έθιμο]], [[κατοικία]], [[άσυλο]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ε</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>νος</i> ([[πρβλ]]. [[σμήνος]]). Η λ. εμφανίζεται ως [[δάνειο]] της Ελληνικής και σε άλλες γλώσσες (<b>πρβλ.</b> κοπτ. <i>hεθνος</i>, αρμ. <i>heťanos</i> και με [[παρετυμολογία]] γερμ. <i>Heide</i> «[[εθνικός]], μη [[χριστιανός]]»). Με το [[έθνος]] συνδέονται [[ετυμολογικός]] και τα [[έθνος]], [[οθνείος]] «[[ξένος]]». Η αρχική [[σημασία]] της λ. [[οθνείος]] ήταν «ο ανήκων στο [[έθνος]]» (και όχι στο [[γένος]]), σήμαινε δηλ. συγχρόνως «τον [[ξένο]] στο [[γένος]]», «[[ξένο]] στην [[οικογένεια]]», απ' όπου κατέληξε στη [[σημασία]] του «[[ξένος]]». Ο πληθ. <i>έθνη</i> της λ. [[έθνος]] χρησιμοποιήθηκε από τους Ιουδαίους συγγραφείς για να δηλώσει τα μη ιουδαϊκά έθνη. Λέξεις με παρόμοια [[σημασία]] χρησιμοποιήθηκαν αργότερα με τον ίδιο τρόπο από άλλους λαούς<br /><b>πρβλ.</b> λατ. <i>gent</i><i>ē</i><i>s</i>, γοτθ. <i>oiud</i><i>ō</i><i>s</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>diota</i>, εκκλ. σλαβ.<i>języci</i>. Η λ. <i>Έλληνες</i> απαντά στην Καινή Διαθήκη με τον ίδιο τρόπο όπως η λ. <i>έθνη</i><br />και από τους χριστιανούς συγγραφείς οι Έλληνες αποκαλούνταν «εθνικοί».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[εθνικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εθνηδόν]], [[εθνίτης]]<b>νεοελλ.</b> [[εθνάριο]](-<i>ν</i>), [[εθνισμός]], [[εθνότητα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[εθνοπάτωρ]], <i>εθνοπλήκτης</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εθνάρχης]], [[εθνόμυθος]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>εθνορύστις</i>, <i>εθνοσατράπης</i>, [[εθνόφρων]] <b>νεοελλ.</b> [[εθναπόστολος]], <i>εθνικοφροσύνη</i>, <i>εθνικόφρων</i>, [[εθνογράφος]], [[εθνοκτόνος]], [[εθνολόγος]], [[εθνομάρτυρας]], [[εθνοπρόβλητος]], <i>εθνόσημον</i>, [[εθνοστρατιά]], [[εθνοσυνέλευση]], [[εθνοσωτήριος]], [[εθνοφρουρά]], [[εθνοφύλακας]], [[εθνοψυχολογία]], [[εθνωφελής]] κ.λπ. (Β' συνθετικό)<br />[[αλλοεθνής]], [[ετεροεθνής]], [[ομοεθνής]], [[πολυεθνής]], [[φιλοεθνής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πανταεθνής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διεθνής]], <i>τριεθνής</i>].
}}
}}