Anonymous

σφονδύλη: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)"
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. , )")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και δ. γρφ. [[σπονδύλη]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] εντόμου που ζει στις ρίζες τών [[φυτών]], πιθ. [[είδος]] σκαραβαίου που αναδίδει πολύ έντονη και δυσάρεστη [[οσμή]]<br /><b>2.</b> (ο τ. [[σπονδύλη]]) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ [[γαλῆ]] παρ' Ἀττικοῖς».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. [[λέξη]], η οποία χρησιμοποιείται για ένα [[είδος]] εντόμου [[αλλά]] και για ένα [[είδος]] γαλής, νυφίτσας (στον τ. [[σπονδύλη]]), που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό το ότι αναδίδουν δυσάρεστη [[οσμή]]. Η λ. <i>σφονδ</i>-<i>ύλη</i> / <i>σπονδ</i>-<i>ύλη</i> (για την [[εναλλαγή]] δασέος - κλειστού συμφώνου <b>πρβλ.</b> [[σπόνδυλος]]: [[σφόνδυλος]], [[σπόγγος]]: [[σφόγγος]]) εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ύλη</i>, που απαντά σε λ. του καθημερινού λεξιλογίου (<b>πρβλ.</b> <i>κανθ</i>-<i>ύλη</i>, <i>κορδ</i>-<i>ύλη</i>). Συζητήσιμη παραμένει η [[σύνδεση]] της λ. με τον τ. [[σπόνδυλος]]. Τη λ., [[τέλος]], δανείστηκε η Λατινική, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>spondyle</i>].
|mltxt=και δ. γρφ. [[σπονδύλη]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] εντόμου που ζει στις ρίζες τών [[φυτών]], πιθ. [[είδος]] σκαραβαίου που αναδίδει πολύ έντονη και δυσάρεστη [[οσμή]]<br /><b>2.</b> (ο τ. [[σπονδύλη]]) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ [[γαλῆ]] παρ' Ἀττικοῖς».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. [[λέξη]], η οποία χρησιμοποιείται για ένα [[είδος]] εντόμου [[αλλά]] και για ένα [[είδος]] γαλής, νυφίτσας (στον τ. [[σπονδύλη]]), που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό το ότι αναδίδουν δυσάρεστη [[οσμή]]. Η λ. <i>σφονδ</i>-<i>ύλη</i> / <i>σπονδ</i>-<i>ύλη</i> (για την [[εναλλαγή]] δασέος - κλειστού συμφώνου <b>πρβλ.</b> [[σπόνδυλος]]: [[σφόνδυλος]], [[σπόγγος]]: [[σφόγγος]]) εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ύλη</i>, που απαντά σε λ. του καθημερινού λεξιλογίου ([[πρβλ]]. [[κανθύλη]], [[κορδύλη]]). Συζητήσιμη παραμένει η [[σύνδεση]] της λ. με τον τ. [[σπόνδυλος]]. Τη λ., [[τέλος]], δανείστηκε η Λατινική, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>spondyle</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm