3,274,873
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. , )") |
|||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] [[κάτι]] με [[δύναμη]] και το [[τραντάζω]]<br /><b>2.</b> κακομεταχειρίζομαι κάποιον [[είτε]] με [[λόγια]] [[είτε]] με έργα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη [[άποψη]], το ρ. [[στυφελίζω]] και τα επίθ. [[στυφελός]], [[στύφλος]] ανάγονται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>steu</i>-<i>p</i>- «[[κορμός]], [[χτυπώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[στύπος]], [[τύπτω]]). Προβληματική παραμένει η [[σχέση]] τών τ. [[στυφελίζω]], [[στυφελός]], [[στύφλος]]. Παρά την αρχαιότητά του, το ρ. [[στυφελίζω]] θα μπορούσε να έχει προέλθει από το επίθ. <i>στυφ</i>-<i>ελός</i> «[[τραχύς]]» (για το [[επίθημα]] -<i>ελος</i> <b>πρβλ.</b> <i>εἴκ</i>-<i>ελος</i>), μέσω μιας σημ. «[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[σκληρός]] από χτυπήματα που δέχθηκα», ενώ το επίθ. [[στύφλος]] / [[στυφλός]] [[είναι]] πιθ. [[προϊόν]] συγκοπής από το [[στυφελός]] (<b>πρβλ.</b> [[πυκνός]]: [[πυκινός]]). Κατ' [[άλλη]], όμως, [[άποψη]], ο τ. [[στυφελός]] έχει προέλθει από το [[στύφλος]] / [[στυφλός]] (αβέβαιου τονισμού, για το [[επίθημα]] | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] [[κάτι]] με [[δύναμη]] και το [[τραντάζω]]<br /><b>2.</b> κακομεταχειρίζομαι κάποιον [[είτε]] με [[λόγια]] [[είτε]] με έργα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη [[άποψη]], το ρ. [[στυφελίζω]] και τα επίθ. [[στυφελός]], [[στύφλος]] ανάγονται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>steu</i>-<i>p</i>- «[[κορμός]], [[χτυπώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[στύπος]], [[τύπτω]]). Προβληματική παραμένει η [[σχέση]] τών τ. [[στυφελίζω]], [[στυφελός]], [[στύφλος]]. Παρά την αρχαιότητά του, το ρ. [[στυφελίζω]] θα μπορούσε να έχει προέλθει από το επίθ. <i>στυφ</i>-<i>ελός</i> «[[τραχύς]]» (για το [[επίθημα]] -<i>ελος</i> <b>πρβλ.</b> <i>εἴκ</i>-<i>ελος</i>), μέσω μιας σημ. «[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[σκληρός]] από χτυπήματα που δέχθηκα», ενώ το επίθ. [[στύφλος]] / [[στυφλός]] [[είναι]] πιθ. [[προϊόν]] συγκοπής από το [[στυφελός]] (<b>πρβλ.</b> [[πυκνός]]: [[πυκινός]]). Κατ' [[άλλη]], όμως, [[άποψη]], ο τ. [[στυφελός]] έχει προέλθει από το [[στύφλος]] / [[στυφλός]] (αβέβαιου τονισμού, για το [[επίθημα]] [[πρβλ]]. [[μάχλος]], [[φαῦλος]]) κατ' [[επίδραση]] του επικού ρ. [[στυφελίζω]], το οποίο [[είναι]] πιθ. σχηματισμένο [[κατά]] το [[ἐλελίζω]]. Ελάχιστα πιθανή, [[τέλος]], θεωρείται η [[σύνδεση]] της οικογένειας αυτής με το ρ. [[στύφω]], το οποίο, όμως, έχει ασκήσει [[επίδραση]] στη σημασιολογική [[εξέλιξη]] του επιθ. [[στυφελός]] από τη σημ. «[[τραχύς]]» στη σημ. «[[στυφός]], όξινος»]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |