3,270,824
edits
m (Text replacement - "μῑσος" to "μῖσος") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. , )") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[σφοδρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ, και [[σφοδρός]], -όν, Α<br />[[ορμητικός]], [[βίαιος]] ή [[έντονος]], [[ισχυρός]] (α. «σφοδρή [[θαλασσοταραχή]]» β. «[[σφοδρός]] [[έρωτας]]» γ. «σφοδρόν καῡμα», <b>Γαλ.</b><br />δ. «σφοδρὸν μῖσος», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) [[παράφορος]] («[[νέος]] δὲ καὶ σφοδρὸς ὁ υἱὸς αὐτοῦ», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[πρόθυμος]], [[δραστήριος]], [[ενεργητικός]] («ὑπηρέτας... σφοδροὺς καὶ ταχεῖς καὶ ἀόκνους», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) [[ρωμαλέος]], [[δυνατός]] («ἡ [[γεωργία]] σφοδρὸν τὸ [[σῶμα]] παρέχει», <b>Ξεν.</b>)<br />δ) ([[ιδίως]] για δικαστή) [[αυστηρός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σφοδρόν</i><br />α) [[σφοδρότητα]], [[ορμητικότητα]]<br />β) [[υπερβολή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σφοδρώς]] / <i>σφοδρῶς</i> ΝΜΑ, και <i>σφοδρά</i> Ν<br /><b>1.</b> με σφοδρό τρόπο, έντονα, [[σφόδρα]]<br /><b>2.</b> με [[σφοδρότητα]], με [[ορμητικότητα]] βίαια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. <i>σφοδ</i>-<i>ρός έχει</i> σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>σφοδ</i>- του επιθ. [[σφεδανός]] με [[επίθημα]] -<i>ρός</i> ( | |mltxt=-ή, -ό / [[σφοδρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ, και [[σφοδρός]], -όν, Α<br />[[ορμητικός]], [[βίαιος]] ή [[έντονος]], [[ισχυρός]] (α. «σφοδρή [[θαλασσοταραχή]]» β. «[[σφοδρός]] [[έρωτας]]» γ. «σφοδρόν καῡμα», <b>Γαλ.</b><br />δ. «σφοδρὸν μῖσος», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) [[παράφορος]] («[[νέος]] δὲ καὶ σφοδρὸς ὁ υἱὸς αὐτοῦ», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[πρόθυμος]], [[δραστήριος]], [[ενεργητικός]] («ὑπηρέτας... σφοδροὺς καὶ ταχεῖς καὶ ἀόκνους», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) [[ρωμαλέος]], [[δυνατός]] («ἡ [[γεωργία]] σφοδρὸν τὸ [[σῶμα]] παρέχει», <b>Ξεν.</b>)<br />δ) ([[ιδίως]] για δικαστή) [[αυστηρός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σφοδρόν</i><br />α) [[σφοδρότητα]], [[ορμητικότητα]]<br />β) [[υπερβολή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σφοδρώς]] / <i>σφοδρῶς</i> ΝΜΑ, και <i>σφοδρά</i> Ν<br /><b>1.</b> με σφοδρό τρόπο, έντονα, [[σφόδρα]]<br /><b>2.</b> με [[σφοδρότητα]], με [[ορμητικότητα]] βίαια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. <i>σφοδ</i>-<i>ρός έχει</i> σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>σφοδ</i>- του επιθ. [[σφεδανός]] με [[επίθημα]] -<i>ρός</i> ([[πρβλ]]. [[κυδρός]], [[οικτρός]]), <b>βλ.</b> και λ. [[σφεδανός]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |