Anonymous

ῥάχετρον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)"
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. , )")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α·1. <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> η [[ράχη]] α) «[[ῥάχετρον]]<br />ῥαχίς<br />ὡς πλευρὸν καὶ [[πλευρά]]» <br />β) «[[ῥάχετρον]]<br />ἡ δὲ τὴν ῥάχιν τοῦ ἱερείου»<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «τὸ [[ὄπισθεν]] τοῦ τραχήλου, ἀφ' οὗ ἡ ἀρχὴ τῆς ῥάχεως»<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον <b>Πολυδ.</b>) α) «τὸ [[μέσον]] τῆς ῥαχεως» <br />β) [[εργαλείο]] του κρεοπώλη<br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον Δίδ. Αλ.) «τὸ [[πλευρόν]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάχις]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ε</i>-<i>τρον</i>, δηλωτικό οργάνου (<b>πρβλ.</b> <i>δέρ</i>-<i>τρον</i>, <i>ῥάκε</i>-<i>τρον</i>), με [[παρέκταση]] -<i>ε</i>- που προέρχεται πιθ. αναλογικά [[προς]] τ. σχηματισμένους από δισύλλαβες ρίζες (<b>πρβλ.</b> [[φέρε]]-<i>τρον</i>: [[φέρω]])].
|mltxt=τὸ, Α·1. <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> η [[ράχη]] α) «[[ῥάχετρον]]<br />ῥαχίς<br />ὡς πλευρὸν καὶ [[πλευρά]]» <br />β) «[[ῥάχετρον]]<br />ἡ δὲ τὴν ῥάχιν τοῦ ἱερείου»<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «τὸ [[ὄπισθεν]] τοῦ τραχήλου, ἀφ' οὗ ἡ ἀρχὴ τῆς ῥάχεως»<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον <b>Πολυδ.</b>) α) «τὸ [[μέσον]] τῆς ῥαχεως» <br />β) [[εργαλείο]] του κρεοπώλη<br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον Δίδ. Αλ.) «τὸ [[πλευρόν]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάχις]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ε</i>-<i>τρον</i>, δηλωτικό οργάνου ([[πρβλ]]. [[δέρτρον]], [[ῥάκετρον]]), με [[παρέκταση]] -<i>ε</i>- που προέρχεται πιθ. αναλογικά [[προς]] τ. σχηματισμένους από δισύλλαβες ρίζες (<b>πρβλ.</b> [[φέρε]]-<i>τρον</i>: [[φέρω]])].
}}
}}